Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018 - - - 17 Νοεμβρίου 1973
45 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Η ιστορία μιας νύχτας
Μη με ρωτάς1
: απόσπασμα
Δυο αγόρια και ένα κορίτσι εμφανίζονται
στη σκηνή.
Δημήτρης: Ήταν
ένα ξημέρωμα απ’ αυτά όπου ο Απρίλης διαλαλεί τη διάθεσή του για τρέλα.
Το πρωί βγήκε ένας
ήλιος σαν μαστίγιο με εφτά ουρές αντί για ακτίνες.
Άγγελος
Κ: Μετά ακολούθησε ένα απόγευμα
με γκρι σύννεφα.
Ύστερα,
η νύχτα άπλωσε τα πέπλα της και πυκνό σκοτάδι σκέπασε το παλάτι.
Αλίσια: Η
πριγκίπισσα δεν ανησύχησε :
«Μια νύχτα είναι, θα κοιμηθώ και θα περάσει»
Δημήτρης: Κι
αποκοιμήθηκε… Αλλά, όταν ξύπνησε το πρωί με το καλό…
Δεν είχε ξημερώσει Δεν ξημέρωνε
Άγγελος Κ: Σκέφτηκε,
«ας κάνω λίγη υπομονή,
θα ξημερώσει αύριο που θα πάει»
Αλίσια: Αμ
δε ! Οι μέρες περνούσαν και δεν ξημέρωνε
Με τίποτα Επ’ ουδενί
Δημήτρης: Με
κανένα τρόπο
Κι απ’ την πολλή τη νύχτα, όλοι στο
παλάτι άρχισαν να νυστάζουν
Όλο και πιο πολύ
Όλο και πιο πολύ (χασμουριούνται)
Άγγελος Κ: Όλο
και πιο πολύ…
Ώσπου αποκοιμήθηκαν οριστικά
Αλίσια: Κι η καημένη η πριγκίπισσα, όπως δεν είχε
συντροφιά άρχισε κι αυτή να νυστάζει
«Ααααα,
μμμμ, (χασμουριέται και
τεντώνεται) βαρέθηκα. Βαρέθηκα ν’ ακούω ιστορίες με νυσταγμένες
πριγκίπισσες και κοιμισμένα παλάτια. Βαρέθηκα τα παραμύθια, τις νύχτες, τις
σκιές και τους υπαινιγμούς. Θέλω μια αληθινή ιστορία στο φως της μέρας. Αυτό
θέλω. Μια απλή αληθινή ιστορία στο φως της μέρας».
Δημήτρης:
Σήμερα λοιπόν θα παρακολουθήσουμε μια τέτοια ιστορία. Την ιστορία της εξέγερσης
των φοιτητών στο Πολυτεχνείο. Κάθε ιστορία όμως πριν συμβεί έχει κάποια
προηγούμενα, κάποιες αιτίες. Στο βίντεο που ακολουθεί θα δούμε τι προηγήθηκε
του Πολυτεχνείου, τι ήταν αυτό που οδήγησε τους φοιτητές στην εξέγερση.
Στο σημείο αυτό συμβαίνουν ταυτόχρονα τα
παρακάτω :
1. Προβάλλεται
σύντομο βίντεο με τα γεγονότα της δεκαετίας του ’60
2. τραγούδι
ΜΑΛΑΜΑΤΕΝΙΑ ΛΟΓΙΑ
3. Στη σκηνή εμφανίζονται παιδιά με
μαύρα ρούχα (δεσμοφύλακες) που τοποθετούν δυο κελιά (φτιαγμένα από χάρτινες
κούτες) δεξιά και αριστερά στη σκηνή. Οι δεσμοφύλακες κλείνουν το στόμα και
δένουν τα χέρια (με χαρτοταινίες) άλλων παιδιών που υποδύονται τους
κρατούμενους.
(Στο βάθος της σκηνής κινούνται οι
δεσμοφύλακες, από τα κελιά βγαίνουν τρεις κρατούμενες - οι)
Άγγελος Ξ.: Χτύπησε
το κουδούνι. Δεν περιμέναμε κανέναν. Ήταν έξι το πρωί. Ανοίξαμε. Ήταν άνθρωποι
της χούντας. Μπήκαν κατευθείαν στο θέμα. Μου ζητούσαν το υλικό που ήταν
σίγουροι πως υπάρχει στο σπίτι. Προκηρύξεις, ανακοινώσεις, λίστες με ονόματα…
Σαν καλό παιδί που είμαι, είπε ο επικεφαλής, να τους τα δώσω όλα, γιατί θα τα
βρει μόνος του και το σπίτι θα γίνει γυαλιά καρφιά. Θα διατάξω θύελλα μου είπε.
Μια ώρα περίπου έψαχναν ένα διαμέρισμα δυο δωματίων.
(Στο βάθος της σκηνής οι δεσμοφύλακες
αυτοσχεδιάζουν : ψάχνουν παντού, ξεφυλλίζουν βιβλία, τα σκίζουν, τα
πετάνε στο πάτωμα μαζί με άλλα πράγματα κλπ. Ένας κρατούμενος με πλάτη στο
κοινό και το κεφάλι σκυμμένο βλέπει τους δεσμοφύλακες να τον τριγυρίζουν
απειλητικά δείχνοντάς του βιβλία, χαρτιά κλπ πριν τα πετάξουν στο πάτωμα)
Μπράιαν:
Πραγματικά έγινε θύελλα. Τα έπιπλα
μετακινήθηκαν, τα ρούχα μας έγιναν ένας σωρός. Βιβλία ανακατεμένα στη μέση του
δωματίου. Χτυπάγανε τους τοίχους, σκίσανε ένα μαξιλάρι, ψάξανε τα ντουλάπια.
Ρωτούσαν γεμάτοι υποψία : Γιατί έχετε τόσα βιβλία ; Τι χρησιμεύει αυτό το
μολύβι ; Γιατί δεν έχετε φωτιστικό στη μέση του δωματίου ; Αντιδρούσαν στις
απαντήσεις με συγκατάβαση. Λέγανε ένα «καλά – καλά», αλλά η σημασία του ήταν
πως «αν νομίζεις πως τα τρώμε εμείς αυτά είσαι πολύ γελασμένος»
Ραγιάν: Ένας
απ’ αυτούς ανακάλυψε ένα βιβλίο για την αντίσταση. Το ξεφύλλισε και σταμάτησε
σε μια φωτογραφία με έναν αντάρτη. Με ρώτησε τι γράφει το βιβλίο. Του διάβασα
τον τίτλο. Δεν ικανοποιήθηκε και με ρώτησε για δεύτερη φορά. «Τι γράφει το
βιβλίο» Του εξήγησα πως όταν είχαν έρθει οι Γερμανοί στην Ελλάδα σηκωθήκανε
στην αρχή λίγοι Έλληνες, έπειτα περισσότεροι και πολέμαγαν τους Γερμανούς. Αυτό
το ονομάζουν αντίσταση και είναι ένα πράγμα πάρα πολύ καλό. Κοφτά μας διέταξε
να τον ακολουθήσουμε. Ρώτησα αν έχει ένταλμα συλλήψεως και μου είπε πως είμαι
πολύ φλύαρος. (οι
δεσμοφύλακες γελάνε)
Είπε στους φίλους μου να έρθουν μαζί.
Ήταν και αυτοί κρατούμενοι.
(Ακούγεται στο βάθος μια φυσαρμόνικα να
παίζει την εισαγωγή της «Μυρτιάς». Οι δεσμοφύλακες επιβάλλουν γρήγορα τη
σιωπή με φωνές «πάψτε», «ησυχία», «σιωπή», «σώπα»…
Μη με ρωτάς2: απόσπασμα
Οι δεσμοφύλακες παίρνουν τον κρατούμενο
και αποχωρούν …κάποιοι κρατούμενοι βγαίνουν από τα κελιά και βαδίζουν σαν να
βρίσκονται στο προαύλιο φυλακής, η πλοκή εξελίσσεται ταυτόχρονα σε δυο επίπεδα.
Μπροστά στη σκηνή, οι κρατούμενοι βαδίζουν αργά και μηχανικά και στο βάθος
γίνεται η ανάκριση)
(Στο
βάθος της σκηνής)
Μιχάλης: Άκουσε
παιδί μου. Δεν σε πιάσαμε αμέσως…για να δεις την καλοσύνη μας. Το τι έχεις
κάνει είναι γνωστό στις αρχές. Δεν έχεις κάνει και λίγα πράγματα. Τα ξέρουμε
όλα. Λοιπόν σαν καλό παιδί πες τα. Άντε θα περάσεις καλά. Σκέψου ένα πράγμα
μόνο. Η Ασφάλεια για τους κακούς είναι Κόλαση και για τους καλούς Παράδεισος.
Μπράιαν: Πρόσεξε,
δεν εξετάζουμε την ενοχή σου. Αυτή είναι δεδομένη. Την ειλικρίνειά σου ζητάμε.
Εγώ παρ’ όλο που δεν εξηγήθηκες καλά στο σπίτι είμαι έτοιμος να τα συγχωρήσω όλα.
Θέλω να μου πεις τα ονόματα των ανθρώπων που είχατε επαφή. Κατάλαβες ; Αυτούς
που έβλεπες. Λοιπόν ; Τίποτα…Θα το μετανιώσεις. Ακούς ; Θα το μετανιώσεις !
Μη με ρωτάς3 :
απόσπασμα
Αλεξάνδρα: Κάθε
φορά που πηγαίνω στη φυλακή και βλέπω τον αδελφό μου, στέκεται μπροστά ένας
φύλακας – στρατιώτης και δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Προχθές τον ρώτησα αν
παίρνει τα χάπια του κι ο στρατιώτης ποιος ξέρει τι νόμιζε ότι λέγαμε, θύμωσε
και με πέταξε έξω.
Γιάννης: Πρέπει
να έρθω και γω μαζί.
Αλεξάνδρα: Μα
δεν είσαι συγγενής. Δεν θα σε αφήσουν.
Γιάννης: Θα
με παρουσιάσεις σαν συγγενή.
Αλεξάνδρα: Και
πως θα συνεννοηθείς μπροστά στο στρατιώτη ;
Γιάννης: Θα
πω στον αδελφό σου να παίξουμε τα ανάποδα !
Αλεξάνδρα: Ποια
ανάποδα ;
Γιάννης:
Είχαμε βρει ένα
κόλπο με τον αδελφό σου παλιά, για να ξεγελάμε τη λογοκρισία όταν γράφαμε γράμματα.
Αλεξάνδρα: Τι
είναι αυτή η λογοκρισία ; Τι θα πει λογοκρισία ;
Γιάννης: Θα πει πως οι άνθρωποι της χούντας
ανοίγουν τα γράμματα και τα διαβάζουν. Πώς να γράψεις λοιπόν ελεύθερα ; Θα
βρεις το μπελά σου.
Αλεξάνδρα: Και
τι κάνατε ;
Γιάννης: Παίζαμε
τα ανάποδα. Δηλαδή, γράφεις για παράδειγμα : «Ο Πέτρος είναι κοντά μου και
παίζω μαζί του» Και εννοείς το αντίθετο : «Ο Πέτρος έφυγε και δεν παίζω μαζί
του». Κατάλαβες ;
Αλεξάνδρα: Έτσι
θα γίνει. Πάμε μαζί να δούμε τι θα καταφέρουμε.
Μη με ρωτάς4 :
απόσπασμα
(Περπατούν μαζί, φτάνουν μπροστά σε ένα
κελί. Δίνουν ένα χαρτί στο δεσμοφύλακα που στέκεται απ’ έξω. Αυτός το κοιτάζει
και τις οδηγεί στο θρανίο όπου μετατρέπεται σε χώρο επισκεπτηρίου. Επιστρέφει
στο κελί και φέρνει τον κρατούμενο. Οι επισκέπτες του χαρίζουν ένα λουλούδι.
Ακουμπούν τις παλάμες τους σαν να τους χωρίζει ένα διαχωριστικό πλέγμα)
Γιάννης: (εμπιστευτικά) Θα
μιλάμε ανάποδα όπως τότε με τη λογοκρισία. Θυμήσου !
Αδελφέ
μου, είσαι καλά ; Αδελφέ μου καλέ, ΑΝΑΠΟΔΕ αδελφέ μου, είσαι καλά ; Πες μου…
Οδυσσέας: Ναι,
ναι, πολύ καλά. Κοιμήθηκα τέσσερις μέρες συνέχεια. Έμεινα ξαπλωμένος τέσσερα
εικοσιτετράωρα. Ξαπλωμένος, ντυμένος. Φοράω όλα τα ρούχα μου. Δεν βγάζω τη
φανέλα μου.
Γιάννης: Και
τρως καλά ;
Οδυσσέας: Πολύ.
Τρώω συνέχεια και πίνω πολύ νερό. Τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες, έπινα
συνέχεια ξαπλωμένος.
Γιάννης: Πως
τα περνάς ;
Οδυσσέας: Όλοι
είναι πολύ ευγενικοί μαζί μου. Κανείς δε με χτυπάει, κανένας δε με βρίζει, δε
με ρωτάει. Τέσσερα εικοσιτετράωρα έμεινα ξαπλωμένος, ντυμένος εντελώς, έπινα,
έτρωγα, κοιμόμουν και ήμουν εντελώς μόνος.
Ανδρέας : Άντε,
τελειώνετε. Αρκετά είπατε !
Γιάννης: Θέλεις
τίποτα από μένα ;
Οδυσσέας: Ναι.
Θέλω να πεις σε όλους πόσο καλά περνάω εδώ. Μερικοί λένε ψέματα πως δεν μας
αφήνουν να κλείσουμε μάτι. Ψέματα ! Ούτε μας χτυπάνε, ούτε μας στερούν το νερό
και το φαγητό. Και πάντα ξαπλωμένος στέκομαι ! Δε νυστάζω καθόλου και γρήγορα
θα βγω.
Ανδρέας : Ε,
τώρα τα ‘πατε. Φτάνει.
(Οι επισκέπτες αποχωρούν. Ο δεσμοφύλακας επιστρέφει
τον κρατούμενο στο κελί. Ακούγεται πάλι
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ: Μη με
ρωτάς :
Οι κρατούμενοι μπαίνουν όλοι και
βαδίζουν νευρικά, ένας - ένας παίρνει το λόγο)
Οδυσσέας: Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή, κόψ' τη φωνή
σου
σώπασε επιτέλους - κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί, έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
(όλοι μαζί, βάζοντας το δάχτυλο μπροστά στο στόμα): "Σσσσσς,
σώπα"
Ναυσικά: Στο σχολείο μού κρύψανε την αλήθεια τη
μισή, μου λέγανε :"εσένα τι σε νοιάζει ; "
(όλοι μαζί): "Σσσσσς, σώπα"
Οδυσσέας: Με φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα
και μου λέγανε:
"κοίτα μην πείς τίποτα!"
(όλοι μαζί): "Σσσσσς,
σώπα"
Ναυσικά: Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς,
σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα εικοσί μου χρόνια. Ο λόγος του μεγάλου - η σιωπή
του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε, "θα βρεις το μπελά
σου".
(όλοι μαζί): "Σσσσσς,
σώπα"
Οδυσσέας: Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι :
"Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις"
(όλοι μαζί): "Σσσσσς,
σώπα"
Ναυσικά: Σε
χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα"
Μπορεί να μην είχαμε με τους γείτονες γνωριμίες ζηλευτές, μας ένωνε όμως, το
Σώπα.
Οδυσσέας: Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα".
Μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Ναυσικά: Κόψε τη γλώσσα σου, κόψε την αμέσως. Δεν
έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου
για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα
σχέδια και στα όνειρά μου.
Οδυσσέας: Ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη
γλώσσα μου,
γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
(όλοι μαζί δυνατά ) ΜΙΛΑ !
Τραγούδι: Σώπα όπου νά ‘ ναι θα σημάνουν οι
καμπάνες
Κλείσιμο Γιορτής: Προσκύνημα –
Βίντεο