Γνωστά παραμύθια με μια άλλη οπτική ματιά.
Γνωστές ιστορίες με μια άλλη κατάληξη.
Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα άγνωστο βουνό, ζούσαν τέσσερα
γουρουνάκια, μαζί με τη μαμά τους.
Μια μέρα η μητέρα τους τους ανακοίνωσε ότι έπρεπε να φύγουν
από την πατρική φωλιά και να χτίσουν το δικό τους σπιτικό, αφού πλέον έιχαν
μεγαλώσει.
Ξεκίνησαν λοιπόν τα τέσσερα γουρουνάκια για να χτίσει το
καθένα το δικό του σπίτι.
Το πρώτο γουρουνάκι , ο Χαζούλης έχτισε το σπίτι του από
άχυρα και αισθανόταν πολύ υπερήφανο για το έργο του.
Το δεύτερο , ο Μπουφάκος, έχτισε το σπίτι του από ξύλα. Κι
αυτός ένιωθε υπέροχα με αυτό που έφτιαξε.
Το τρίτο γουρουνάκι, ο Εξυπνούλης έχτισε το σπίτι του από
τούβλα. Χάρηκε πάρα πολύ με την έξυπνη ιδέα που είχε για να φτιάξει το σπίτι
του έτσι.
Το τέτερτο γουρουνάκι , ο Τεμπελοξερόλας, επιθυμούσε να
φτιάξει το σπίτι του από …άχυρα; …από ξύλα;…ή από τούβλα;.
Πολλές μέρες το σκεφτόταν και δεν μπορούσε να αποφασίσει.
Ενώ τα αδέρφια του έμεναν πια μέσα στα σπίτια τους, ο Τεμπελοξερόλας ακόμα το
σκεφτότανε.
Πέρασαν μήνες και ο λύκος, γνωστός τρομοκράτης θέλησε να
επισκεφτεί το πρώτο γουρουνάκι.
-
Τόκ! Τοκ! Χτυπάει την πόρτα
-
Ποιος είναι;
-
Γουρουνάκι – γουρουνάκι άνοιξέ μου το πορτάκι.
-
Δεν σε άφήνω να περάσεις εμένα δε θα με ξεγελάσεις.
-
Τότε θα ρουφήξω , θα φυσήξω , το σπιτάκι θα γκρεμίσω.
Ααφουουου! Έκανε ολόκληρος και σπιτάκι
γκρεμίστηκε.
Το γουρουνάκι τότε άρχισε να τρέχει στον αδερφό του τον Μπουφάκο.
Το σπίτι όμως του Μπουφάκου είχε την ίδια τύχη με του Χαζούλη
Έτσι και τα δυο μαζί άρχισαν να τρέχουν στο σπίτι του αδερφού τους του
εξυπνούλη.
Ο λύκος χτύπησε την πόρτα στο τρίτο γουρουνάκι.
-
Τόκ! Τοκ! Χτυπάει την πόρτα
-
Ποιος είναι;
-
Γουρουνάκι – γουρουνάκι άνοιξέ μου το πορτάκι.
-
Δεν σε άφήνω να περάσεις εμένα δε θα με ξεγελάσεις.
-
Τότε θα ρουφήξω , θα φυσήξω , το σπιτάκι θα γκρεμίσω.
Ο λύκος φύσηξε μια- δυο – τρεις το σπιτάκι, ακούνητο.
Έφυγε λοιπόν και ξαναγύρισε αυτήν τη φορά με εκρηκτικούς μηχανισμούς που
τους χρησιμοποιήσε με μεγάλη επιτυχία και γκρέμισε το σπίτι.
Τα τρία γουρουνάκια έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στο σπίτι του τέταρτου
αδερφού τους του Τεμπελοξερόλα.
Εκεί ανακάλυψαν ότι μόλις είχε αποφασίσει πως θα το φτιάξει το σπίτι του.
Φοβισμένα και τα τέσσερα αδερφάκια άρχισαν να τρέχουν προς το πατρικό
τους σπιτάκι
-
Μαμά ά, ά , ά!!!
-
Μαμά ά, ά , ά!!!
-
Μαμά ά, ά , ά!!!
Η μητέρα πετάχτηκε έξω
από το σπίτι, ενώ τα τέσσερα γουρουνάκια μπήκαν μέσα κλειδώνοντας την
πόρτα. Τότε η μαμά γουρουνίτσα άρχισε να παλεύει με τον λύκο.
Για καλή τύχη των γουρουνιών η μητέρα νικήθηκε από τον λύκο.
………………..εμ! ..Τώρα έμαθα κι εγώ ότι τα γουρουνάκια είχαν
κάνει συμφωνία με τον λύκο!
Τα σπίτια που έφτιαχναν ήταν για κάλυψη……Το σχέδιό τους ήταν
να πάρουν το πατρικό σπίτι για δικό τους!
Κι έτσι αυτά έζησαν
καλά!!!!!
ΜΑΡΙΝΑ
Μια φορά και έναν καιρό ανάμεσα στα παιχνίδια ενός παιδιού
ζούσαν ένας δυνατός μολυβένιος στρατιώτης και μια γλυκιά μπαλαρίνα. Ο
στρατιώτης ήταν ερωτευμένος με την μπαλαρίνα και η μπαλαρίνα με τον στρατιώτη.
Μαζί τους ζούσε κι ένας κούκλος που ζήλευε πολύ γιατί
αγαπούσε κι εκείνος την μπαλαρίνα και ήθελε να διώξει τον στρατιώτη.
Μια μέρα τον έσπρωξά τον βρήκ το παράθυρο στο δρόμο. Κάτι
παιδιά τον βρήκαν και τον έβαλαν σε μια χάρτινη βαρκούλα και τον έσυραν στον
υπόνομο. Εκεί ο στρατιώτης χρειάστηκε να αντιμετωπίσει έναν αρουραίο ώσπου
μπόρεσε να κατευθυνθεί προς το ποτάμι.
Ένα ψάρι τον κατάπιε, αλλά λίγο αργότερα το ψέρι έπεσε στα
δίχτυα ενός ψαρά.
Ο Ψαράς πούλησε το ψάρι στη μαγείρισσα του σπιτιού που έμενε
παλιότερα ο στρατιώτης. Έτσι ο στρατιώτης ξαναβρέθηκε στο σπίτι του, μαζί με τα
άλλα παιχνίδια και την αγαπημένη του μπαλαρίνα.
Ο ζηλιάρης κούκλος θέλησε να τον εξοντώσει και να τον ρίξει
στο τζάκι. Όμως η μπαλαρίνα του πέταξε με ορμή μια μπάλα και αυτός έχασε την
ισορροπία του και κάηκε.
Ο μολυβένιος στρατιώτης γλίτωσε, μόνο που έσπασε το χέρι του
και δεν μπορούσε να κρατήσει το όπλο του. Το αγόρι του σπιτιού όμως κόλλησε το
χέρι του και με τις περιποιήσεις της μπαλαρίνας έγινε γρήγορα καλά και έζησαν
ευτυχισμένοι πλέον μαζί
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Ο ΠΟΛΙΚΟΣ ΚΑΙ Η
ΜΕΛΕΝΙΑ
Μια φορά κι έναν καιρό στην κατάλευκη χώρα των πάγων ζούσε ένας
δυνατός άσπρος αρκούδος. Τον έλεγαν Πολικό. Ο κύριος Πολικός ήταν πολύ
ευτυχισμένος. Την ημέρα ψάρευε και έκανε βόλτες. Τα βράδια καλούσε στο ινγκλού τους
φίλους του.
Την ίδια εποχή σε μια χώρα διαφορετική ζούσε μια χαριτωμένη
καφετιά αρκούδα που την έλεγαν Μελένια. Η Μελένια ζούσε σε μια σπηλιά που την
διακοσμούσε με υπέροχα πολλά λουλούδια.
Μια μέρα φύσηξε ένας δυνατός αέρας που έλεγε: τα μάθατεε ….τα
ακούσατε…. Κάτω στη χώρα της θάλασσας γίνεται τρανό πανηγύρι.
Όταν το άκουσε ο Πολικός ξεσηκώθηκε αποχαιρέτησε τους φίλους
του και πήρε τη βαλίτσα του και έφυγε. Όμως αυτό το άκουσε και η Μελένια και έκανε και αυτή τα
ίδια.
Όταν έφτασε ο Πολικός είδε την Μελένια και μαγεύτηκε από την ομορφιά της. Η Μελένια
είδε και αυτή από μακριά τον Πολικό και τον πλησίασε σιγά – σιγά. Άρχισαν να
παίζουν , να χορεύουν και άλλα διάφορα.
Αργότερα αποφάσισαν να φτιάξουν ένα σπίτι εκεί πέρα. Μετά
από καιρό έκαναν τέσσερα παιδιά. Την Πόλη, τον Ίκο, τον Μελέ και την Ναι. Οι
έξι αρκούδες ζούσαν μαζί ευτυχισμένες. Μια μέρα τα παιδιά είδαν τους γονείς τους
πολύ στεναχωρημένους και ότι και αν έκαναν δεν μπορούσαν να τους κάνουν να
χαρούν. Τα παιδιά στεναχωρήθηκαν πολύ και παρακάλαγαν να μπορούσαν να διαβάσουν
τις σκέψεις τους.
Μια μέρα η Πόλη περπατώντας
στην ακροθαλασσιά, βρήκε μισοθαμένο στην άμμο ένα μικρό σεντούκι. Το τράβηξε
έξω , το άνοιξε και μέσα βρήγκε ένα παλιό βιβλίο και το διάβασε. Στη συνέχεια
πήγε στα αδέρφια της και τους είπε ότι έγραφε για ένα θαλασσοβότανο που άμα το
φας διαβάζεις τις σκέψεις των άλλων. Έτσι τα παιδιά αποφάσισαν να πάνε να το
βρούνε. Στο βιβλίο έλεγε ότι αυτά τα θαλασσοβότανα φυτρώνουν σε θαλασσοσπηλιές.
Η Ναι ήξερε μια θαλασσοσπηλιά. Πήγαν εκεί τα βρήκαν , έφαγε ο καθένας από ένα
και όταν συνάντησαν τους γονείς τους κατάλαβαν
τις έχουν. Τους έλειπαν οι φίλοι τους.
Τα παιδιά το συζήτησαν μεταξύ τους και αποφάσισαν να
καλέσουν να μείνουν όλοι οι φίλοι τους στη χώρα της θάλασσας. Το ανακοίνωσαν στους
γονείς τους και ενθουσιάστηκαν. Κάλεσαν τους παλιούς φίλους του Πολικού και της
Μελένιας και αυτοί δέχτηκαν. Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΟΡΦ.
Ο ΜΟΛΥΒΕΝΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΕ
Μια φορά και έναν
καιρό στο δωμάτιο ενός μικρού αγοριού ζούσε ένα μολυβένιο στρατιωτάκι. Μια
νύχτα καθώς ζωντάνεψαν τα παιχνίδια, μια κακιά μαριονέτα πέταξε το μολυβένιο
στρατιωτάκι έξω από το παράθυρο και για κακή του τύχη βρέθηκε μέσα σε έναν
υπόνομο. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Πέρασε πολλές περιπέτειες και τελικά κατέληξε στον
ωκεανό. Περιπλανιόταν εκεί για ημέρες νηστικός και τσακισμένος από τα κύματα
ώσπου κάποια μέρα είδε ένα πειρατικό καράβι. Όπως ήταν αγκυροβολημένο βρήκε την
ευκαιρία να ανέβει πάνω.
Μαντέψτε ποιανού ήταν
το καράβι; Του φοβερού πειρατή Κάπτεν Χουκ ο οποίος είχε μόνο έναν στόχο στη
ζωή του να βρει τη «Χώρα του Ποτέ» και να πιάσει τον Πήτερ Παν και να του
κλέψει τις μαγικές δυνάμεις.
Τρομαγμένος ο στρατιώτης κρύφτηκε στο αμπάρι του πλοίου για
να προστατευτεί.
Κάποια μέρα ο Κάπτεν Χουκ ανακάλυψε αυτή τη χώρα του ποτέ
και έβαλε το πλήρωμά του να ψάξουν και να βρουν τον Πήτερ Παν και να τον
φυλακίσουν. Έτσι και έγινε. Βλέπονται όλα αυτά από την κρυψώνα του , ο
μολυβένιος στρατιώτης θέλησε να τον βοηθήσει.
Ο Πατέρας του , του είχε χαρίσει ένα όπλο που το είχε πάντα
μαζί του. Έβγαλε λοιπόν το όπλο και πήγε
στο κλουβί που είχε βάλει τον Πήτερ Παν. Πυροβόλησε και άνοιξε την κλειδαριά. Ο
Πήτερ Παν δεν είχε ξαναδεί ποτέ όπλο, αλλά και τέτοιο στρατιώτη. Μόλις απομακρύνθηκαν τον ρώτησε ποιος ήταν αλλά ο μολυβένιος
στρατιώτης του είπε ότι είναι μεγάλη ιστορία.
Έβγαλαν σιγά – σιγά από το καράβι όλους τους θησαυρούς και
έδεσαν χειροπόδαρα το πλήρωμα και τον Κάπτεν Χουκ , με τη βοήθεια της νεράιδας Τίνκερμπελ.
Έτσι σώθηκε η «Χώρα του Ποτέ» όπως και ο Πήτερ Παν.
Ένα ειδύλλιο γεννήθηκε ανάμεσα στον στρατιώτη και την όμορφη
νεράιδα. Τελικά μπορεί να πέρασε τόσα πολλά αλλά άξιζε τον κόπο.
Έζησαν αυτοί καλά εκτός από το μικρό αγόρι που ακόμα ψάχνει
το μικρό του μολυβένιο στρατιωτάκι.
ΤΑΣΟΣ
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια πόλη της Μέσης Ανατολής
ζούσε ο Αλαντίν μαζί με τη μητέρα του, μια και είχε πεθάνει ο πατέρας του.
Ήταν πολύ εργατικός και βοηθούσε τη μητέρα του στις δουλειές
της. Με τα χρήματα που έβγαζα ζούσαν ευτυχισμένοι. Κάποια μέρα στην αγορά
συνάντησε έναν κύριο που πουλούσε λυχνάρια και αγόρασε ένα , δώρο για τη μητέρα
του. Ήταν όμως βρόμικο και αποφάσισε να το καθαρίσει. Τρίβοντάς το ξαφνικά,
βγήκε από μέσα μια όμορφη κοπέλα που του συστήθηκε σαν «το Τζίνι του λυχναριού»
Ήταν τόσο όμορφη που αμέσως την ερωτεύτηκε.
Γι’ αυτό το λόγο όταν του είπε πως μπορούσε να εκπληρώσει
τρεις επιθυμίες του εκείνος της είπε πρώτον να αποκτήσει ο ίδιος πλούτη,
δεύτερο ναι γίνει αυτή κοινός άνθρωπος και τρίτον να την παντρευτεί.
Έτσι και έγινε. Η μητέρα του καλοδέχτηκε την όμορφη νύφη της
και όλοι στην Ανατολή μιλούσαν για το ωραιότερο και πιο ευτυχισμένο ζευγάρι που
είχαν δει ποτέ τους.
ΦΩΤΗΣ