Παραγωγή γραπτού λόγου .
Κείμενα σε μορφή παραμυθιού από τους μαθητές της τάξης μας .
Η
ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Από τη Ξανθή Χ.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια
παρέα παιδιών που ζούσαν σε ένα
χωριό της Ελλάδας . Ζούσαν φτωχικά , τα ρούχα τους ήταν πολύ λιτά και δεν είχαν
πολλά παιχνίδια , παρόλα αυτά ήταν ευτυχισμένα και χαρούμενα . Το πρωί πήγαιναν
όλοι μαζί στο σχολείο με τα πόδια και με
πολλά γέλια και πειράγματα . Τους γονείς τους, τους έβλεπαν πολύ λίγο, μιας και δούλευαν από το πρωί μέχρι
το βράδυ στα χωράφια τους . Tους άρεσε να εξερευνούν βουνά
, δάση
και την φύση . Έπαιζαν ατελείωτες ώρες στις αυλές των σπιτιών και το απόγευμα
μαζευόταν στην πλατεία του χωριού , συζητώντας
και παίζοντας μέχρι αργά το
βράδυ.
Τίποτα δεν έδειχνε ότι θα γίνει κάτι που θα
τους αλλάξει τη ζωή . Ώσπου ξαφνικά μια μέρα ακούστηκαν οι καμπάνες της
εκκλησίας να χτυπούν τόσο δυνατά και επίμονα που ποτέ τους δεν τις είχαν
ξανακούσει έτσι . <<Πόλεμος ,
πόλεμος , όλοι στα σπίτια σας >> φώναζαν οι συγχωριανοί
τρέχοντας και ψάχνοντας να βρουν τα παιδιά τους. Τα παιδιά τρομαγμένα έτρεξαν στα σπίτια τους .
<< ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ >>
έλεγαν με ντουντούκες οι αρχές του χωριού . Τα παιδιά χάθηκαν μεταξύ
τους . Δεν είχαν καμία επικοινωνία για πολύ καιρό . Δύο αδέρφια από την παρέα πήγαν
σε ένα άλλο χωριό , στους παππούδες και τις γιαγιάδες για περισσότερη
ασφάλεια .
Ο πόλεμος είναι πολύ τρομερός .
Πολλοί άνδρες πήγαν στον στρατό , κάποιοι
από αυτούς σκοτώθηκαν και άλλοι
τραυματιστήκαν . Η πείνα , η φτώχια και η δυστυχία έκανε την ζωή των ανθρώπων
δυσκολότερη . Τα τρόφιμα λιγόστεψαν και
ακρίβυναν . Τα παιδιά κλεισμένα στα σπίτια τους αντιμετώπιζαν όλη αυτή την κατάσταση με μεγάλη δυσκολία .
Έβλεπαν την μεγάλη προσπάθεια που έκαναν οι άνθρωποι για να επιβιώσουν και
προσπαθούσαν να βοηθήσουν.
Εκτός από αυτά άλλο ένα πρόβλημα που τους ταλαιπωρούσε ήταν το
γεγονός ότι δεν ήξεραν αν είναι καλά οι φίλοι τους , αν έχει συμβεί κάτι σε
κάποιον και αν θα ξαναβρεθούνε . Πάντα
όμως είχαν την ελπίδα ότι θα έρθει η μέρα που θα ανταμώσουν και θα είναι όλοι
καλά.
Ο πόλεμος συνεχιζόταν οι απώλειες
ήταν μεγάλες και οι συνθήκες ήταν ακόμα πιο δύσκολες η ελπίδα των παιδιών για να ξαναβρεθούνε δεν
έσβησε ποτέ κι ας είχε περάσει πολύς
καιρός από τότε.
Μια ανοιξιάτικη μέρα ακούστηκαν οι καμπάνες της εκκλησίας να χτυπούν πάλι επίμονα αλλά αυτή τη φορά ο ήχος της ήταν χαρούμενος και η
μελωδία του τους έδωσε μια ελπίδα
. Ευθύς αμέσως βγήκε ο κόσμος από τα σπίτια του φωνάζοντας << είμαστε ελεύθεροι , ο πόλεμος τελείωσε >> . Η χαρά και ο
ενθουσιασμός ήταν τόσο μεγάλος που αμέσως έγινε ένα γλέντι με μουσική και χορό . Οι άνθρωποι
ξανασυναντήθηκαν αν και δεν
μπορούσαν να κρύψουν την λύπη τους από
τις πληγές του πολέμου . Τα παιδιά
έτρεξαν να βρούνε τους φίλους τους στην
πλατεία του χωριού που γινόταν το γλέντι . Να ο Γιάννης και η Μαρία . Έρχεται
τρέχοντας ο Μηνάς, η Άννα
και ο Στέφανος . Ο Γιώργος φαινόταν
πολύ αδυνατισμένος και ταλαιπωρημένος . Μόνο ο Βαγγέλης και η Άρτεμης δεν φάνηκαν ακόμα και δεν ήξεραν που ήταν και
αν είναι καλά . Είχαν πολλά να
πουν για το πώς έζησε ο καθένας αυτούς
τους δύσκολους μήνες του πολέμου .
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια , οι συνθήκες ζωής βελτιώθηκαν και οι άνθρωποι προόδευσαν. Τα παιδιά
μεγάλωσαν , έκαναν δίκες τους
οικογένειες. Τα περισσότερα έφυγαν από το χωριό για να βρουν δουλειά στις
μεγάλες πόλεις, ενώ μερικοί
μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Αν και μακριά ο ένας από τον άλλον φρόντιζαν
να συναντιούνται πάντα στο χωριό
και συζητούσαν διάφορα . Ποτέ
δεν ξέχναγαν να αναφερθούν στις μέρες του πολέμου και στις μελωδίες της καμπάνας που
δεν ξέχασαν ποτέ.
Εκείνος ο ήχος, που κάποτε τους προειδοποίησε για τον πόλεμο παρουσιάστηκε πάλι. Θλιβερός
και επίμονος. Αυτή τη φορά δεν χτύπησαν οι καμπάνες, αλλά ειδοποιούνταν ο
καθένας ξεχωριστά μέσα από τα κινητά
τους τηλέφωνα . <<Απαγορεύεται
κυκλοφορία , όλοι στα σπίτια σας>>. Έχουμε πόλεμο; Αναρωτιόταν
όλοι . Που είναι οι εχθροί , τα αεροπλάνα οι βομβαρδισμοί και οι στρατιώτες ; Ο
εχθρός ήταν αόρατος , μικροσκοπικός και
πολύ επικίνδυνος . Άρχισε να εξαπλώνεται παντού και έτσι έγινε πανδημία.
Ο κόσμος
αρρώσταινε , πήγαινε στο νοσοκομείο
για να γίνει καλά ενώ πολλοί από αυτούς έχαναν
τη ζωή τους .Το εμπόριο σταμάτησε , τα καταστήματα έκλεισαν , πολλοί άνθρωποι
έχασαν την δουλειά τους και ήρθε πάλι η φτώχια .
Οι φίλοι αυτή τη φορά , μακριά ο ένας από τον άλλον μπορούσαν να
επικοινωνήσουν μέσο της τεχνολογίας
στέλνοντας φωτογραφίες και μηνύματα . Ο
Μηνάς από την Γερμανία , ο
Γιάννης και η Μαρία από την Αμερική ,
άλλοι σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και μερικοί που παρέμειναν στο χωριό είχαν καθημερινή
επικοινωνία μεταξύ τους . Αυτό τους έδινε θάρρος και ελπίδα ήταν ότι κάποια
μέρα θα ακούσουν να χτυπάνε πάλι οι καμπάνες της εκκλησίας στέλνοντας τους την μελωδία της ελπίδας.
Celeste
Μία ιστορία για το άγχος
Από τον Γιάννη Τσ.
Μία φορά και
έναν καιρό ήταν μία κοπέλα ονόματι Madeline που της άρεσε ιδιαίτερα η μουσική.
Μια μέρα η Madeline μετά το ραντεβού της με τον ψυχολόγο αποφάσισε να βάλει, αντί
για πολλούς απλούς στόχους, έναν δύσκολο μεγάλο στόχο… να ανεβεί το βουνόCeleste
Κεφάλαιο1-Το
χαλασμένο τελεφερίκ
Όταν η
Madeline έφτασε στους πρόποδες του βουνού πήρε το τελεφερίκ αλλά στα μισά του
δρόμου το τελεφερίκ σταμάτησε. Η Madelineαρχίζει να κλαίει και να μην μπορεί να
αναπνεύσει αλλά μετά από λίγο το τελεφερίκ ξαναρχίζει από μόνο του και η
Madeline ηρεμεί. Με το που η Madeline βγαίνει από το τελεφερίκ βλέπει μία
γιαγιά να την κοροϊδεύει η Madeline μαζεύει όλο το κουράγιο της και τολμάει να
μιλήσει με την αγενέστατη γιαγιά. Όταν η Madeline καταλαβαίνει ότι η γιαγιά δεν
θα σταματούσε να την κοροϊδεύει μαζεύει όση αξιοπρέπεια έχει και συνεχίζει προς
την εγκαταλελειμμένη πόλη
Κεφάλαιο
2 – Η εγκαταλελειμμένη πόλη
Όταν η Madeline
έφτασε στα ερείπια της εγκαταλελειμμένης πόλης ένιωσε έναν κρύο αέρα να
διαπερνά την πόλη… έναν ψίθυρο σχεδόν ανθρώπινο η Madeline προσπάθησε να
προχωρήσει αλλά κάτι δεν την άφηνε. Τα πόδια της δεν προχωρούσαν. Η Madeline
αρχίζει να κλαίει και αφήνει μια κραυγή για βοήθεια. Η Madeline ξανακούει έναν
ψίθυρο να της λέει «δεν θα σε σώσει κανείς από αυτό το βουνό…» Η Madeline
συνέχιζε να κραυγάζει και μια φιγούρα έρχεται τρέχοντας. Η Madeline μπορεί να ξαναπερπατήσει και αρχίζει
να τρέχει προς την φιγούρα «Με έσωσες, πώς σε λένε; » λέει η Madeline.Η φιγούρα
απαντάει και λέει :«Με λένε Theo,γιατί φώναζες; » ρωτάει ο Theo.«Δεν άκουσες
τους ψιθύρους» ρωτάει η Madeline. «Όχι, προς τα που πας; » λέει ο Theo. «Προς
την κορυφή, εσύ; » ρωτάει η Madeline.«έχω ακούσει ότι υπάρχουν κάποια πολύ
αρχαία ερείπια προς τα πάνω οπότε πάω προς τα εκεί» είπε ο Theo «Α… οπότε οι δρόμοι μας θα χωριστούν ελπίζω να
ξανασυναντηθούμε » είπε η Madeline.«που θα κατασκηνώσεις; »ρωτάει η Madeline. «Λίγο
πιο πάνω στα συντρίμμια ενός αεροπλάνου .Ίσως βγάλω και κάνα blog στο instapox#TheoUnderStars»
«Α οκ».
Η Madeline σκαρφαλώνει
σε ένα αφύσικο ύψωμα και βλέπει μια αρχαία οπτικά πέτρα που γράφει «αφιερωμένο
σε όσους χάθηκαν σε αυτό το βουνό» Η Madeline ανάβει μια φωτιά, ξαπλώνει στον υπνόσακο και
κοιμάται.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ
3- Το παλιό εργοτάξιο
Στο όνειρο
της η Madeline βλέπει έναν καθρέφτη να σπάει και μια φιγούρα να βγαίνει από τον
καθρέφτη. Η Madeline ξανακούει έναν ψίθυρο με την ίδια φωνή όπως πριν να λέει
ακαταλαβίστικα. Τα γράμματα στην πέτρα ήταν ανακατεμένα, η φωτιά έχει γίνει πράσινη
και πέφτουν μπλε φώτα από τον ουρανό. Η Madeline αρχίζει να εξερευνεί και μετά
από αρκετή ώρα βρίσκει έναν τεράστιο καθρέφτη στον οποίο βλέπει την αντανάκλασή της αλλά με κάποιες διαφορές. Ο
χαρακτήρας έχει μωβ μαλλιά, λευκό δέρμα και κόκκινα μάτια η Madeline ξανακοιτάζει τον καθρέφτη. Η
αντανάκλαση τότε έρχεται πιο κοντά σπάει τον καθρέφτη και τρέχει…αργότερα η
Madeline εξερευνεί μια καινούρια περιοχή όπου βλέπει την αντανάκλαση της να στέκεται δίπλα από
μια σβησμένη φωτιά η αντανάκλαση αποκαλύπτει ότι δεν είναι η Madeline αλλά ένα κομμάτι της Madeline. Η
Madeline τότε ρωτάει πιο κομμάτι είναι… το αδύναμο ή το τεμπέλικο και το κομμάτι της Madeline απαντάει «το πραγματικό» η
Madeline απαντάει «δεν θα με σταματήσεις » η Badeline συστήνει να πάνε μαζί σπίτι αλλά η Madelineαρνείται.Η
Badeline αρχίζει να κυνηγάει την Madeline μέσα στην πόλη μέχρι που η Badeline σταμάτησε να κυνηγάει
την Madeline και εξαφανίστηκε η Madeline συνεχίζει να τρέχει μέχρι που βλέπει έναν
τηλεφωνικό θάλαμο τον οποίο παρατηρεί να χτυπάει. Η Madeline μαζεύει όλο το κουράγιο της και τολμάει
να μιλήσει στο τηλέφωνο. Το σηκώνει ένα πράσινο-μάλλικο αγόρι με το οποίο έχει μία
πολύ μπερδεμένη συζήτηση. Αφού το αγόρι αποκαλύπτει ότι ξέρει ότι τον πήρε από τηλεφωνικό σταθμό επιμένει
ότι η Madeline τον κάλεσε .Η Madeline του εξηγεί τι έγινε πριν αλλά το αγόρι επιμένει ότι όλα αυτά τα
βγάζει από το μυαλό της .Καθώς πάει να πει περισσότερα η Madeline συνειδητοποιεί
ότι ονειρεύεται και το αγόρι το επιβεβαιώνει. Η Madeline ξυπνάει και τρέχει προς το
τηλεφωνικό θάλαμο όπου καλεί την μητέρα της η οποία προσπαθεί να την ηρεμίσει . Η Madeline φτάνει προς
το τέλος της πόλης όπου βλέπει τον Theo η Madeline εξηγεί στον Theo τι έγινε. Ο Theo
προσπαθεί να ηρεμήσει την Madeline και συνεχίζουν μαζί προς
το εγκαταλελειμμένο θέρετρο
Κεφάλαιο
4 –Το εγκαταλελειμμένο θέρετρο
Η Madeline και
ο Theo βρίσκουν ένα εγκαταλελειμμένο θέρετρο το οποίο είναι σε άθλια κατάσταση.
Η Madeline παρακάμπτει τις τεράστιες μπάλες γλίτσας στους εξωτερικούς τοίχους
του ξενοδοχείου και βρίσκει την κύρια είσοδο και χτυπάει το καμπανάκι της ρεσεψιόν. Ξαφνικά παρουσιάζεται
μια φανταστική φιγούρα. Η Madeline τρομάζει από την παρουσία του φαντάσματος
αλλά η φιγούρα που αυτοαποκαλείται Mr.Oshiro
την διαβεβαίωσε ότι όλα είναι εντάξει και εξαφανίζεται . Η Madeline παρατηρεί ένα παλιό κατεστραμμένο
βιβλίο πελατών με δυσοίωνα σχόλια. Ο κύριος Oshiro ξαναεμφανίζετε και ρωτάει σε ποιο δωμάτιο θα μείνει η Madeline,
η Madeline απαντάει ότι απλώς περνάει αλλά o Mr. Oshiro επιμένει πως πρέπει να
μείνει και προσφέρει την προεδρική σουίτα ελπίζοντας ότι η Madeline θα μείνει.
Καθώς ο κ. Oshiro συνοδεύει την Madeline στην σουίτα η Madeline σχολιάζει το ξενοδοχείο
και κάνει τον κ. Oshiro να χάσει όλη την ελπίδα στο ότι η Madeline θα μείνει. Η
Madeline αποφασίζει να βοηθήσει τον κ. Oshiro να καθαρίσει και καθώς καθαρίζει
συναντάει τον Theo ο οποίος δεν εμπιστεύεται τον κ.Oshiro και προτείνει αυτός
και η Madeline να φύγουν από έναν κοντινό αεραγωγό. Η Madeline αρνείται την
προσφορά του Theo και συνεχίζει να βοηθάει παρόλο που ενοχλείται από τα σχόλια
του κ. Oshiro για το ότι το σέρβις του ξενοδοχείου είναι πολύ υψηλό και ότι οι
προσπάθειες της Madeline δεν έχουν σημασία. Ο κ. Oshiro πηγαίνει σε μια
τελευταία προσπάθεια για να κάνει την Madeline πελάτισσά του στην προεδρική
σουίτα. Αλλά με το που έφτασαν στην είσοδο της σουίτας ο κ. Oshiro καταρρέει
και μπλοκάρει την κύρια είσοδο της σουίτας με μπάλες γλίτσας αναγκάζοντας την
Madeline να πάρει εναλλακτικό δρόμο προς την προεδρική σουίτα σε αυτή την
εναλλακτική διαδρομή βρίσκει το παλιό ημερολόγιο του κ. Oshiro. Η τελευταία καταχώρηση
η οποία αναφέρει την άρνηση του κ. Oshiro να δεχτεί την αποχώρηση της γυναίκας
του. Μετά από λίγη περιπλάνηση η Madeline καταφέρνει να φτάσει στην προεδρική
σουίτα όπου ο κ. Oshiro προσπαθεί να την κερδίσει με τις πολυτέλειες της
σουίτας. Η Madeline αποκαλύπτει ότι της αρέσει η σουίτα αλλά δεν μπορεί να
μείνει παρόλο που το δωμάτιο της άρεσε ιδιαίτερα. Ο κ. Oshiro διαφωνεί με την
Madeline προσπαθώντας να την κρατήσει εκεί μέχρι που η Badeline εμφανίζετε στον
καθρέφτη, σπάει τον καθρέφτη και επιπλήττει τον κ. Oshiro που πίεζε την Madeline
να μείνει σε ένα τόσο χαμηλής ποιότητας ξενοδοχείο. Η Madeline προσπαθεί να
παρηγορήσει τον κ. Oshiro αλλά ο κ. Oshiro νευριάζει και διώχνει την Madeline
και την Badeline. Η Badeline σπάει μια τρύπα στην οροφή και φεύγουν από εκεί.
Απέξω η Badeline κάνει κομπλιμέντα στον εαυτό της για την διάσωση της Madeline.
Ενοχλημένη Η Madeline προσπαθεί να κάνει την Badeline να εξαφανιστεί με
αποτέλεσμα η Badeline να κοροϊδεύει την Madeline που εγκατέλειψε τον στόχο της
να ανεβεί το βουνό. Ο κ. Oshiro ανεβαίνει στη στέγη και ρωτάει τη Madeline
γιατί τον βοήθησε για να τον παρατήσει τελικά. Η Badeline απαντάει ότι το έκανε
για τον εγωισμό της. Καθώς η Madeline προσπαθεί
να αποδείξει ότι δεν το έκανε για εγωισμό η Badeline εξαφανίζεται
αφήνοντας την Madeline να αντιμετωπίσει τον έξαλλο κ. Oshiro o οποίος κυνηγάει την Madeline στην σκεπή
μέχρι την άκρη της σκεπής όπου ο κ. Oshiro σπάει την τέντα και αυτός και η
Madeline πέφτουν στο ισόγειο δίπλα από την πίσω έξοδο. Ο κ. Oshiro τώρα μη θυμωμένος
ζητάει από την Madeline να τον αφήσει μόνο και να φύγει. Η Madeline ρωτάει τον
κ. Oshiro τι θα κάνει τώρα και ο κ.Oshiro απαντά ότι θα κλείσει για κατασκευές.
Η Madeline φεύγει προς τη Χρυσή κορυφογραμμή
Κεφάλαιο
5 – Η Χρυσή κορυφογραμμή
Αφού η
Madeline εγκαταλείπει τον κ. Oshiro και το θέρετρο του η Madeline ξαναβρίσκει
την αγενέστατη γιαγιά μπροστά από μία ξύλινη καμπίνα η οποία της λέει να
προσέχει γατί συμβαίνουν περίεργα πράγματα στο βουνό, ότι δεν πείραζε αν τα
παρατήσει τώρα και ότι το βουνό θα εμφανίσει πια πραγματικά είναι είτε το θέλει
είτε όχι… η Madeline αγνοεί τις προειδοποιήσεις και συνεχίζει να ακολουθείτο μονοπάτι.
Στο τέλος του μονοπατιού βλέπει μια παλιά και ξεχαρβαλωμένη γόνδολα πάνω από
μια πολύ βαθιά και σκοτεινή χαράδρα. Ξαφνικά ο Theo την εντοπίζει και μπαίνουν
μαζί στην γόνδολα για να περάσουν την χαράδρα, Παρά τις αμφιβολίες της Madeline
για την ασφάλεια της γόνδολας. Ο Theo για να την ενθαρρύνει προσπαθεί να βγάλει
μια selfie με την Madeline αλλά καθώς πήγαν να βγάλουν selfie εμφανίζεται η
Badeline πάνω στη γόνδολα προκαλώντας την γόνδολα να σταματήσει και αυτό να
οδηγήσει την Madeline σε κρίση πανικού. Καθώς η Madeline γραπώνεται στονTheo αυτός
προσπαθεί να την κάνει να ηρεμήσει και διδάσκει στην Madeline έναν τρόπο να
πολεμήσει το άγχος της. «Κλείσε τα μάτια και φαντάσου ένα φτερό. Προσπάθησε να
το ισορροπήσεις αναπνέοντας και εισπνέοντας» Η άσκηση λειτουργεί και η Madeline
ηρεμεί. Η γόνδολα ξαναρχίζει και φτάνουν στην απέναντι πλευρά του φαραγγιού .Ο
Theo για να σπάσει τον πάγο δείχνει το κωμικό αποτέλεσμα των selfie τους.
Κεφάλαιο
6-Ο ναός του καθρέφτη
Ο Theo ερωτευμένος
με τον ναό αρχίζει να εξερευνάει τον ναό και να βγάζει φωτογραφίες και τρέχει
μέσα στον ναό. Η Madeline ακούει μια κραυγή και τρέχει προς τον ναό όπου
βρίσκει το πεταμένο τηλέφωνο του Theo. Η Madeline τρέχει μέσα στους διαδρόμους
όπου βρίσκει έναν τεράστιο καθρέφτη καλυμμένο με μια κουρτίνα. Η Madeline
τραβάει την κουρτίνα και βλέπει τον Theo παγιδευμένο πίσω από τον καθρέφτη. Η
Madeline ρωτάει πως έγινε αυτό και ο Theo απαντάει ότι προσπαθούσε να βγάλει
μια mirror selfie και ο καθρέφτης τον ρούφηξε. Η Madeline προσπαθεί να σπάσει
τον καθρέφτη αλλά δεν έσπαγε. Ο Theo εξηγεί πως είναι τα πράγματα από την δική
του πλευρά του καθρέφτη αλλά πριν μπει σε λεπτομέρειες ο Theo εξαφανίζεται αφήνοντας
την Madeline να συνεχίσει στην δική της πλευρά του καθρέφτη μέχρι που βρίσκει
έναν καθρέφτη με ένα σύμβολο από πάνω ο οποίος ρουφάει την Madeline στην άλλη
μεριά όπου συναντάει τον Theo. Η Madeline τότε παρατηρεί το σώμα της το οποίο πάει να ακουμπήσει. Όταν
το ακούμπησε ο καθρέφτης την πέταξε από την άλλη μεριά. Η Madeline ξυπνάει σε
ένα μέρος γεμάτο με αγκάθια και κλαδιά. Ξαφνικά η Badeline εμφανίζετε και
μαλώνουν με την Madeline αλλά ταυτόχρονα μαθαίνει ότι οι καθρέφτες πολλαπλασιάζουν
την δύναμη του βουνού και ότι ο ναός δημιουργεί το περιβάλλον του υποσυνείδητο σου
οπότε το περίεργο περιβάλλον το δημιούργησε εκείνη. Αφότου η Madeline μπαίνει
σε μια σκοτεινή περιοχή βρίσκει έναν κρύσταλλο που μέσα έχει παγιδευμένο τον
Theo. Ο κρύσταλλος δεν σπάει παρόλα αυτά η Madeline παίρνει τον κρύσταλλο μαζί
της μέχρι που βρίσκει μια πόρτα με ένα μάτι από πάνω μια πόρτα. Η Madeline πετάει
τον κρύσταλλο με τον Theo στο μάτι και η πόρτα ανοίγει και ο κρύσταλλος σπάει και
ο Theo ελευθερώνεται.
Κεφάλαιο
7 – Η αντανάκλαση
Η Madeline
και ο Theo σταματούν δίπλα από μία φωτιά για να ξεκουραστούνε. Η Madeline
εξηγεί στον Theo ότι τα κομμάτια που δεν είναι τόσο περήφανη την
στοιχειώνουν μέσα από τους καθρέφτες και ότι το βουνό έχει δώσει πραγματική
μορφή σε αυτά τα κομμάτια το οποίο αποκαλεί Badeline. Επίσης ευχαριστεί τον
Theo που την έχει βοηθήσει τόσο πολύ σε όλη την περιπέτεια της και ότι δεν θα
μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς αυτόν. Ο Theo λέει στην Madeline ότι της θυμίζει
την αδελφή του, την Alex, η οποία αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα και έχει
τον ίδιο τρόπο που η Madeline προκαλεί τον εαυτό της. Η Madeline εξηγεί ότι
υποφέρει από κατάθλιψη και ότι είναι πολύ αγχώδης όταν μιλάει για αυτό το θέμα
και για αυτό μόνο η μητέρα της ξέρει για τα ψυχικά προβλήματα. Μετά από αυτή
την μεγάλη συζήτηση αποφασίζουν να βγάλουν selfie για να θυμούνται την
νύχτα πριν κοιμηθούν. Η Madeline στο όνειρο της καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να
τρέξει από τα προβλήματα της. Ωστόσο όταν η Madeline αποφασίζει να βοηθήσει την
Badeline να ελευθερωθεί. Ξαφνικά εμφανίζεται η Badeline η οποία δεν θέλει να
ελευθερωθεί και κυνηγάει την Madeline αλλά η Madeline παθαίνει κρίση πανικού, η
Madeline προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την τεχνική του Theo αλλά η Badeline κόβει
το φτερό στη μέση. Στην πραγματικότητα η Madeline από την τρομάρα της πέφτει από
ένα πολύ βαθύ χάσμα που την οδηγεί ξανά στους πρόποδες του βουνού. Η πτώση της
Madeline κόβεται από το νερό αφού έχει πέσει από πολλαπλές στρώσεις κρυστάλλων.
Η Madeline παρατηρεί μια παλιά κρυστάλλινη σπηλιά, μπαίνει στην σπηλιά ,αλλά χάνεται
και αρχίζει να χάνει ελπίδα για το ότι θα ανέβει το βουνό. Η Madeline καθώς
προσπαθεί να βρει μια έξοδο βρίσκει την γιαγιά η όποια αρχικά νομίζει ότι η
Madeline παράτησε την αποστολή της αλλά η Madeline εξηγεί ότι έπεσε και ότι η
Badeline φταίει για αυτό. Η γιαγιά προτείνει στην Madeline να προσπαθήσει να
μιλήσει με την Badeline και να μην την αποφεύγει. Η Madeline συμφωνεί και
προσπαθεί να καλέσει την Badeline για να μιλήσουν .Η Badeline εμφανίζεται αλλά
δεν πιστεύει την Madeline και έτσι αρχίζει να την κυνηγάει μέσα σε μια σπηλιά.
Ξαφνικά η Badeline σταματάει και σε αυτό το χρονικό διάστημα η Madeline
προσπαθεί να εξηγήσει στην Badeline ότι ήταν εγωίστρια και ότι δεν θα μπορέσει
καμία από τις δύο να ανεβεί το βουνό χωρίς την άλλη, επιπλέον ζητάει συγνώμη που
την παρατούσε αντί να προσπαθεί να βοηθήσει. Η Badeline εξοργισμένη από τα «ψέματα»
της Madeline αρχίζει να κλαίει και να πετάει σταλακτίτες προς την Madeline.Μετά
από λίγη ώρα η Badeline συμφωνεί να συνεργαστεί με την Madeline και οι δύο ξαφνικά
γίνονται ένας χαρακτήρας. Μαζί πλέον αρχίζουν να σκαρφαλώνουν ξανά το βουνό
μέχρι που βρίσκουν τον Theo ο οποίος είχε τρέξει στα χαλάσματα για να σώσει την
Madeline. Η Badeline ακόμα δεν πιστεύει ότι μπορούν να ανέβουν το βουνό λόγω
της μεγάλης πτώσης αλλά η Madeline επιμένει ότι τουλάχιστον πρέπει να προσπαθήσουν.
Κεφάλαιο
8 – Η κορυφή
Η παρέα
καταφέρνει να φτάσει και συνεχίζει προς μια καλύβα που είναι στην κορυφή όπου υπάρχει
ένα πουλί όπου η Madeline θυμάται κάτι φράουλες που είχε στην τσάντα της ενώ ο
Theo προτείνει να φτιάξουν μια τάρτα φράουλα. Η τάρτα έχει 2 κουταλιές παγωτό
φράουλα, η φράουλα στην κορυφή έχει φτερά και η κρούστα έχει σαντιγί φράουλα. Ο
Theo λατρεύοντας την τάρτα λέει ότι είναι τέλεια αλλά η Madeline λέει να είναι ειλικρινής
και δεν τον πιστεύει αλλά η γιαγιά λέει ότι είναι μια συμφωνία για τους γευστικούς κάλυκες
της και η Badeline προσπαθεί να πάρει εύσημα για την τάρτα και μετά από λίγο όλοι
γυρνάνε σπίτι.
Κεφάλαιο
9 – Ο πυρήνας
Η Madeline έναν
χρόνο αργότερα μετά από ένα τηλεφώνημα από την γιαγιά πηγαίνει στο βουνό ξανά για
να ανακαλύψει τα μυστικά του βουνού. Η γιαγιά λέει στην Madeline ότι ο πυρήνας
του βουνού κατέχει τεράστια δύναμη τόσο δυνατή που θα επηρεάσει τις ικανότητές
της.
Κεφάλαιο
10 - Αντίο…
Μετά από 3
χρόνια βλέπουμε την Madeline πάνω από τον τάφο της γιαγιάς. Η Madeline είχε αναπτύξει
μια πολύ καλή σχέση με την γιαγιά. Ο θάνατός της ήταν αρκετός για να σπάσει την
καρδιά της Madeline με αποτέλεσμα να αρχίσει να αρνείται τον ίδιο της τον θάνατό
. Η Madeline έχει μόνο το πουλί που είχαν βρει στην καλύβα για να θυμάται την
γιαγιά. Η Madeline αρχίζει να βλέπει το πουλί ως μέρος της γιαγιάς αλλά ο Theo απελευθερώνει
το πουλί γιατί κανείς δεν το φρόντιζε. Η
Madeline αποφάσισε να κυνηγήσει το πουλί αλλά αυτή η απόφαση οδήγησε στην
αποχώρηση της Badeline. Η Madeline αρχίζει να γίνεται πιο πεισματάρα για το
κίνητρό της, και φτάνει μέχρι να απορρίψει μια κρυστάλλινη καρδιά διαλύοντας το
διαστημικό περιβάλλον, υπέρ της επιδίωξης του πουλιού. Η Madeline πιάνει το
πουλί αρκετές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα Η Badeline επιστρέφει και προσπαθεί
να πείσει τη Madeline να σταματήσει να κυνηγά το πουλί. Η Badeline εξηγεί ότι
αυτό είναι όνειρο και ότι η Madeline πρέπει να ξυπνήσει. Η Madeline όμως δεν
θέλει. Μετά τη μάταιη προσπάθειά της να βρει οποιαδήποτε εξήγηση, η Madeline
αρχίζει να δέχεται ότι η γιαγιά έχει αληθινά φύγει για πάντα. Μαζί, αποφασίζουν
να βοηθήσουν να απελευθερώσουν το πουλί που είχε παγιδεύσει η Madeline, ως ένα
είδος αφιερώματος στη Γιαγιά. Όταν ηMadeline ελευθερώνει το πουλί, αρχίζει να
ονειρεύεται έναν φωτεινό και συννεφιασμένο ορίζοντα και συναντά τη γιαγιά για
τελευταία φορά. Η Madeline της ζητά συγγνώμη που δεν συμμετείχε στην κηδεία της
και την ευχαριστεί που βοήθησε τη Madeline στο ταξίδι της στο βουνό Celeste. Η
γιαγιά διαλύεται και λίγο μετά, η Madeline ξυπνά. Η Madeline αρχίζει να μιλάει
με τον Theo, ο οποίος προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της για πολύ καιρό. Στη
συνέχεια, ο Theo της δείχνει μια παλιά φωτογραφία της γιαγιάς και του παππού
του Theo. Η Madeline είναι χαρούμενη που η εμπειρία της αναρρίχησης στο βουνό
με τον Theo ήταν ακριβώς όπως αυτή του παππού και της γιαγιάς του Theo.
Story
and images by :Celeste Fandom wiki
Η μελωδία της ελπίδα
Από την Ειρήνη Π.
Ήταν 24 Δεκεμβρίου, παραμονές Χριστουγέννων. Ένα κορίτσι έμενε με την μαμά της γιατί είχαν χάσει τον μπαμπά τους πριν 1 χρόνο.
Το κορίτσι ονομαζόταν Νίκη και η μαμά Ρίτσα, ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο της κ.Ρίτσας ήταν από την δουλειά της θα έπρεπε να πάει να δουλέψει. Η Νίκη ήταν πολύ στεναχωρημένη που θα έπρεπε να περάσει μόνη της την παραμονή, αφού η μαμά της έφυγε, εκείνη ήξερε πως θα έρθει ο Αι Βασίλης για να της φέρει τα δώρα. Οπότε αποφάσισε να του στήσει κάτι σαν παγίδα για να δει αν όντως υπάρχει. Αυτό που είχε ζητήσει ήταν να δει τον μπαμπά της για τελευταία φορά, βέβαια ήξερε ότι αυτή η ευχή δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί.
Είχε δέσει ένα σχοινί με ένα καμπανάκι οπότε όταν θα ερχόταν , το καμπανάκι θα χτύπαγε, το κορίτσι ήταν στο δωμάτιό του κοιτάζοντας επίμονα το καμπανάκι. Είχε πάει σχεδόν 2 το βράδυ και το κορίτσι κοιμόταν, ξαφνικά χτυπάει το καμπανάκι και αυτή σιγά σιγά ξυπνάει και καταλαβαίνει τι γίνετε. Βάζει μπουφάν και παπούτσια και βγαίνει έξω, βλέπει τον Αι Βασίλη με το έλκηθρό του, αυτή σοκαρισμένη τον κοιτάει, του χαμογελάει και τον τραβάει βίντεο. Αυτός της πιάνει το χέρι και την ανεβάζει στο έλκηθρό του, αυτή κατά λάθος μπήκε μέσα στον σάκο με τα ‘δώρα΄ τότε εκεί μέσα δεν είδε δώρα αλλά ξωτικά και εκατοντάδες πάγκους όπου εκεί κατασκεύαζαν τα δώρα. Μέτα από αυτό το έλκηθρο έπεσε στο χιόνι, η Νίκη φοβισμένη κατέβηκε και ο Αι Βασίλης της είπε πως πρέπει να βρει κάποια υλικά για να κάνουν το έλκηθρο ξανά κανονικό. Αυτή πήγε στα μαγαζιά για να βρει τι χρειάστηκε μετά από περίπου 2,5 ώρες γύρισε με όλα αυτά που χρειαζόντουσαν ,η Νίκη συνέχιζε να τραβάει βίντεο, ο Αι Βασίλης την ευχαρίστησε και της είπε πως θα έπρεπε να πάει σπίτι γιατί σε λίγο θα ερχόταν η μαμά της. Αυτή τρέχοντας έφυγε για το σπίτι και μόλις ήταν απ’έξω από το σπίτι της ο Αι Βασίλης της φώναξε ‘’ΧΟΧΟΧΟ ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΤΑ ΌΝΕΙΡΑ ΣΟΥ’’ αυτή μόλις μπήκε σπίτι ήθελε να δει τι τράβηξε αλλά η κασέτα δεν ήταν πουθενά.
Η μαμά μπήκε μέσα και την ρώτησε πως τα πήγε μόνη της. Αυτή απάντησε τέλεια και η κ.Ρίτα και η Νίκη άνοιξαν τα δώρα. Για την μαμά είχε μια μπλούζα και για την κόρη 1 γράμμα και 1 κουτί. Το γράμμα έλεγε ξέρεις ότι αυτό που μου ζητάς δυστυχώς δεν μπορώ να το κάνω αλλά πιστεύω πως αυτό θα σε ικανοποιήσει .Ανοίγει λοιπόν το κουτί, βλέπει μια χρυσή μπάλα ,την κρεμάει στο δέντρο και ξαφνικά τι να δει;
Μέσα από την μπάλα μπορούσε για τελευταία φορά να δει τη φιγούρα του πατέρα της να την χαιρετά.
Χαρούμενη πλέον και με πολύ δύναμη συνέχισε περιμένοντας τα επόμενα Χριστούγεννα.
Η Μελωδία της ελπίδας
Από τη Μ. Θωμαϊς
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή
πολιτεία, ζούσαν δυο αδέλφια ο Νίκος και η Άννα. Αυτά τα δυο αδελφάκια είχαν αρρωστήσει
πολύ βαριά από μια καινούρια ασθένεια που είχε προσβάλει πολλούς ανθρώπους στην
πόλη τους. Όμως δεν μπορούσαν να φανταστούν πως δεν είχε εφευρεθεί ακόμα κάποια
θεραπεία, ώστε να μπορέσουν να αναρρώσουν.
Μια κρύα Κυριακή του Χειμώνα, η Άννα, με
αδύναμη φωνή, ρώτησε την μητέρα της: «μαμά
τελικά βγήκε το εμβόλιο για να μας περάσει η ασθένεια»; Τότε, η μαμά τής της
απάντησε: «Ναι! Αύριο κιόλας θα πάμε στον γιατρό!». Η Άννα χαρούμενη, πήγε στον αδελφό της να του
πει τα ευχάριστα νέα . Αμέσως γεννήθηκε η ελπίδα στα μάτια του Νίκου και από τη
χαρά του, πέταξε κάτω τα αμαξάκια του και έτρεξε να αγκαλιάσει την αδελφή του.
Όταν βράδιασε πια, η μαμά, τους είπε ότι έφτασε η ώρα για ύπνο. Η Άννα και ο
Νίκος δεν μπορούσαν να κοιμηθούν απ’ την ανυπομονησία τους. Όταν ξημέρωσε τα
παιδιά σηκώθηκαν γρήγορα και ντύθηκαν με χαρά, ξύπνησαν και την μαμά τους και πήγαν
στο αυτοκίνητο. Η διαδρομή τους φαινόταν ατελείωτη. Πριν μπουν στο ιατρείο
φόρεσαν την μάσκα τους και περίμεναν
υπομονετικά στην αίθουσα αναμονής. Η γιατρός τους φώναξε να περάσουν μέσα στο γραφείο
της και τους χαιρέτησε! Την χαιρέτησαν και εκείνοι! Η γιατρός είπε ότι πρώτος
θα κάνει το εμβόλιο ο Νίκος. Ο Νίκος τρομαγμένος από την βελόνα, πλησίασε αργά
και ρώτησε αν θα πονέσει. Η γιατρός απάντησε πως δεν είναι ανάγκη να ανησυχεί
και πως δεν θα τον πονούσε. Έτσι, τον καθησύχασε και του έκανε το εμβόλιο. Έπειτα,
η γιατρός φώναξε την Άννα. Η Άννα πήγε ατρόμητη και άπλωσε το χέρι της στον
πάγκο διότι ήξερε πως κάνοντας όλοι το εμβόλιο, θα μπορούσαν να επιστρέψουν
στην κανονικότητα. Έτσι η γιατρός της έκανε το εμβόλιο. Η μαμά την ευχαρίστησε
και την αποχαιρέτησαν.
Όπως έβγαιναν από την
αίθουσα είδαν πολύ κόσμο να περιμένει από έξω για να εμβολιαστεί ή να εξεταστεί
και ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο στα πρόσωπά τους , αργότερα μπήκαν στο
αυτοκίνητο. Μισή ώρα πιο μετά έφτασαν στο σπίτι τους. Τα παιδιά έτρεξαν στο
δωμάτιο τούς για να παίξουν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι. Η μαμά μαγείρεψε το μεσημεριανό
και έστρωσε το τραπέζι, έπειτα φώναξε τα παιδιά για να πλύνουν τα χέρια τους
και να πάνε να φανέ. Δυο μέρες αργότερα τα παιδιά είχαν αναρρώσει πλήρως. Αφού πέρασε ένας χρόνος,
τα κρούσματα μειώθηκαν κατά πολύ και
λίγο αργότερα δεν υπήρχε ούτε ένα κρούσμα. Άρα
αυτό σήμαινε ότι νίκησαν τον ιό και η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο
χωρίς τον φόβο της ασθένειας έμοιαζε σαν μελωδία που έκανε τους ανθρώπους στην
πόλη της Άννας και του Νίκου πιο χαρούμενους και χαμογελαστούς.
Ο
ΙΟΣ ΠΟΥ ΕΦΕΡΕ ΣΤΟΝ DOBBY
ΜΟΝΑΞΙΑ
Από τη Μαρία Μ.
Γεια σας με λένε Dobby είμαι ενα αδέσποτο σκυλάκι
που ζώ σε μια γειτονιά στα δυτικά προάστια. Μου άρεσε πολύ εδώ που ζούσα, ήμουν
πολύ ευτυχισμένος. Κάθε μέρα στην πρωινή
μου βόλτα έβλεπα τους γονείς με τα παιδάκια τους που πήγαιναν σχολείο
και το απολάμβανα.
Dobby
Dobby μου φώναζαν μικροί και μεγάλοι ,με χάιδευαν και με έπαιζαν .Μου αρέσουν
πολύ τα παιδάκια γιατί είναι παιχνιδιάρικα, πολλές
φορές πήγαινα έξω από το σχολείο τους και τα
περίμενα να βγουν διάλειμμα ,για να τα βλέπω να παίζουν και καμιά φορά μου
έδειναν και καμιά λιχουδιά. Είχα και πολλούς φίλους στην γειτονιά που με τάιζαν
, η γιαγιά Μαρία , η κυρία Ελένη , ο κύριος
Κώστας, έπερνα πολύ αγάπη και φροντίδα . Μία μέρα που χάζευα τα παιδάκια
στο σχολείο παρατήρησα ότι όλα φορούσαν μια μάσκα στο πρόσωπο τους , τρόμαξα να
τα γνωρίσω από μακριά ποιός ήταν ο Γιωργάκης ,
ποιά ήταν η Μαρία , ποια ηταν η Ειρήνη, η Χριστίνα, η Αντέλα... γενικά μου φάνηκε πολύ περίεργο όλο
αυτό. 'Οταν τους ρώτησα μου είπαν, ότι υπάρχει ένας πολύ πολύ μικρός ιός όπου
έχει εξαπλωθεί σχεδόν σε όλον το κόσμο και για αυτό το λόγο φόραγαν τη μάσκα
για να προστατευτούν από αυτόν γιατί ήταν θανατηφόρος.
Αν και
τα παιδάκια έπαιζαν, δεν μου άρεσε που τα έβλεπα έτσι. Λίγο καιρό αργότερα ήρθε
και η καραντίνα τότε τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Εγώ δεν πέρναγα καθόλου
καλά γιατί δεν είχα καθόλου παρέα. Οι μικροί μου φίλοι δεν πήγαιναν ούτε σχολείο
,οι γείτονες δεν έβγαιναν έξω να με χαϊδέψουν και να με παίξουν ένιωθα μοναξιά
.....
Καμία
φορά που και που συναντούσα κανέναν
άνθρωπο και αν έβλεπα κανένα γνωστό ,που τους γνώριζα απο τα μάτια γιατί
φορούσαν όλοι μάσκα με απόφευγαν, ήταν βιαστικοί δεν ξέρω .Ένας φίλος μου
γέρικος σκύλος και σοφός, που πήγαινα όταν ήμουν στεναχωρημένος μου είπε ότι
εμείς είμαστε αδέσποτα και ειδικά τώρα που φοβούνται τον ίο μας αποφεύγουν.
Μια
είναι η λύση να βγεί το εμβόλιο του ΚΟΡΟΝΟΙΟΥ.
Τότε θα γίνουν ολα όπως
πριν, να έχω επαφή με τους ανθρώπους να
με παίζουν, να με αγαπάνε ,να είναι ξέγνοιαστοι για να μου δίνουν σημασία και να μην νοιώθω μόνος
.Έτσι άνθρωποι και ζώα θα είναι υγιείς και χαρούμενοι!!!!
Η μελωδία της ελπίδας
Από τον Γιάννη Τσ.
Μία φορά
και έναν καιρό ήταν μία κιθάρα σε ένα κατάστημα μουσικών οργάνων . Ήθελε να την αγοράσει κάποιο παιδί και να
περάσουν μαζί ατελείωτες ώρες εξάσκησης και χαράς. Αλλά κανείς δεν την αγόραζε…
μια μέρα ο καταστηματάρχης αποφάσισε να
την πετάξει γιατί του έπιανε χώρο . Την άλλη μέρα ένας γνωστός μουσικός την βρήκε
στον σκουπιδοτενεκέ, την μάζεψε και άρχισε να παίζει. Ο μουσικός έπαιζε καλά αλλά
όχι όσο καλά ήθελε και για αυτό την παράτησε ξανά μέσα στον σκουπιδοτενεκέ. Την
επόμενη μέρα ένα φτωχό παιδί την βρήκε στον ίδιο σκουπιδοτενεκέ, την μάζεψε, την
καθάρισε λίγο και άρχισε να παίζει στην άκρη του δρόμου δίπλα από το μαγαζί που η κιθάρα είχε πεταχτεί αρχικά .
Το παιδί είχε περάσει πολλές δυσκολίες και έβγαζε όλο του το συναίσθημα και την
ευαισθησία του στις χορδές της κιθάρας αλλά δεν έπαιζε πολύ καλά . Μια μέρα ο
διάσημος μουσικός που είχε βρει πιο παλιά την κιθάρα, πέρασε τυχαία από την
συγκεκριμένη οδό και άκουσε την μουσική της κιθάρας. Ο μουσικός, παρόλο που
άκουγε την
απαίσια μουσική, κατάλαβε την προσπάθεια του παιδιού να μάθει και να μπορεί να
παρέχει στον
εαυτό του ένα γεύμα από τα λεφτά που παίρνει κάνοντας αυτό που αγαπά. Ο
μουσικός πλησίασε το παιδί και του πρότεινε να παίζουν μαζί. Το παιδί δέχτηκε και
με το πέρασμα του χρόνου έγινε διάσημος μουσικός. Σε όλη την πορεία ποτέ δεν αποχωρίστηκε
την αγαπημένη του κιθάρα.
Το ηθικό
δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι για κάθε άνθρωπο πάντα πρέπει να υπάρχει ελπίδα ακόμα
κι αν έχει περάσει πολλές δυσκολίες στη ζωή του και ποτέ να μην παρατάει τα όνειρά του.
Ο ιός του 2020
Από τη Χριστίνα Λ.
Μια φορά κι έναν καιρό τα παιδιά όλου
του κόσμου παίζαμε αμέριμνα κάθε μέρα στις πλατείες, στα πάρκα, πηγαίναμε
σχολείο καθημερινά και κάναμε τις δραστηριότητές μας.
Μία μέρα του περασμένου Μάρτη, ενώ
γυρνούσα από το σχολείο και έλεγα στη γιαγιά μου πόσο ωραία πέρασα, φτάσαμε
σπίτι, έπλυνα τα χέρια μου και φάγαμε μεσημεριανό. Στη συνέχεια ξεκίνησα το
διάβασμα και η γιαγιά μου έβλεπε ειδήσεις
με πολύ προσοχή, διότι ανακοίνωσαν ότι εξαπλώθηκε και στην Ελλάδα, όπως
και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ένας πολύ επικίνδυνος ιός, ο οποίος προήλθε από
την Κίνα και ονομαζόταν κορονοϊός. Η γιαγιά μου με φώναξε να δω κι εγώ
ειδήσεις, διότι είπαν ότι θα κλείσουν τα
σχολεία και για να βγούμε έξω θα πρέπει να στείλουμε μήνυμα με κωδικό και να
ενημερώνουμε το κράτος που πηγαίνουμε και να φοράμε και ιατρική μάσκα. Μου είπε
η γιαγιά ότι αυτό ονομάζεται καραντίνα και ότι θα έπρεπε να προσέχουμε πολύ
τους γύρω μας και να μην ερχόμαστε σε επαφή με πολλά άτομα, ειδικά αν είναι
μεγάλης ηλικίας.
Εγώ τρόμαξα, γιατί δεν ήξερα, δεν το
είχα ξανακούσει.
Μου εξήγησε ότι αυτός ο ιός είναι
πολύ επικίνδυνος, γιατί κολλάει από τη μύτη, τα μάτια και το στόμα. Επίσης μου
είπε ότι δεν υπάρχει φάρμακο, γιατί είναι ένας νέος ιός. Πολλοί άνθρωποι που
κολλούσαν τον ιό, ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι, πέθαιναν.
Εγώ φοβήθηκα πολύ, για τους παππούδες
και τις γιαγιάδες όλου του κόσμου. Ακόμη πέρασε από το μυαλό μου ότι μπορεί να
έχω κι εγώ τον ιό.
Σταματήσαμε να πηγαίνουμε σχολείο,
σταματήσαμε να πηγαίνουμε στις πλατείες, σταματήσαμε να κάνουμε τις
δραστηριότητές μας, σταματήσαμε να βλέπουμε τους φίλους μας. Όμως μάθαμε να
ζούμε έτσι για τρεις μήνες.
Κάθε μέρα ξυπνούσα με την ελπίδα ότι
κάποια φαρμακευτική εταιρεία, θα ανακάλυπτε κάποιο φάρμακο που θα νικούσε τον
ιό. Ώσπου μία μέρα η γιαγιά μου με
φώναξε πάλι για να μου πει τα καλά νέα. Τα σχολεία θα άνοιγαν αρχές Ιουνίου. Η
χαρά μου ήταν μεγάλη γιατί θα έβλεπα τους φίλους μου και οι ελπίδες μου
μεγάλωσαν γιατί πίστεψα η ζωή μας γύρισε πάλι στο κανονικό της ρυθμό. Στο
σχολείο πήγαμε με τις μάσκες αλλά αυτό δεν μας ενόχλησε ιδιαίτερα. Το σημαντικό
ήταν ότι επιτέλους γυρίσαμε στη τάξη μας, κάνοντας καθημερινά μάθημα.
Το καλοκαίρι μας πέρασε ήρεμα με
λιγότερους ασθενείς και λιγότερους θανάτους.
Αρχές Σεπτέμβρη γυρίσαμε πάλι στα
θρανία, με μάσκες αλλά αυτή τη φορά ο κάθε μαθητής είχε το δικό του θρανίο, για
λόγους ασφαλείας.
Αυτός ήταν ο νέος τρόπος λειτουργίας
του εκπαιδευτικού συστήματος. Ένιωθα χαρούμενη, μόνο και μόνο που γύρισα στο
σχολείο, παρ’ όλα τα νέα μέτρα. Όμως μέρα με τη μέρα, τα κρούσματα αυξάνονταν
πολύ. Κι αυτό με στεναχωρούσε, επειδή ένιωθα ότι θα κλείσουν πάλι τα σχολεία,
όπως κι έγινε. Αλλά αυτή τη φορά μας ενημέρωσαν ότι τουλάχιστον θα κάνουμε
μάθημα μέσω του διαδικτύου.
Μετά από δύο εβδομάδες έμαθα ότι μία
φαρμακευτική εταιρεία ήταν πολύ κοντά στο να ανακαλύψει το εμβόλιο για τον
κορονοϊό.
Οι ελπίδες όλων των ανθρώπων μεγάλωσαν
όσο ποτέ και πιστεύω ότι ανακουφίστηκαν, πήραν μία ανάσα, όπως κι εγώ.
Πλέον το εμβόλιο έχει ανακαλυφθεί και
όλοι οι άνθρωποι της γης είναι αισιόδοξοι.
Νιώθω ότι έμαθα πολλά αυτό το χρόνο όπως
ότι από τη μία μέρα στην άλλη μπορούν να αλλάξουν τα πάντα και γι’αυτό έμαθα να
απολαμβάνω την κάθε στιγμή της ζωής μου.
Εύχομαι
το 2021 να είναι ένας πιο υγιής χρόνος για όλο τον κόσμο με περισσότερες
ελπίδες και περισσότερα όνειρα.
Η ζωή πριν και μετά τον κορωνοϊό
Από την Έλενα Κ.
Στην αρχή, πριν την καραντίνα, όλα
ήταν μια χαρά. Μπορούσαμε να παίζουμε με τους φίλους μας, να κυκλοφορούμε χωρίς
μάσκα παντού κ.τ.λ. Όμως όταν έμαθα ότι θα κλείσουν τα σχολεία για «2
εβδομάδες» ενθουσιάστηκα να είμαι ειλικρινής, γιατί θα ξεκουραζόμουν από τα
μαθήματα. Αλλά τελικά αυτό το πράγμα συνεχίστηκε για αρκετό καιρό… Για 3 μήνες.
Ευτυχώς μετά άνοιξαν τα σχολεία και νόμιζα ότι όλα θα ήταν όπως πριν. Αλλά δεν
ήταν. Έπρεπε να κρατάμε αποστάσεις συνέχεια αλλά τουλάχιστον δεν φοράγαμε
μάσκες.
Λίγους μήνες μετά (το καλοκαίρι) νόμιζα ότι είχε τελειώσει αυτή η
κατάσταση. Λοιπόν έκανα λάθος. Όταν θα ξεκινάγανε ξανά τα σχολεία, θα έπρεπε να
φοράμε μάσκα συνέχεια εκτός όταν πίναμε ή τρώγαμε.
Ελπίζω να τελειώσει αυτή η κατάσταση που ζούμε τώρα σύντομα. Καλά Χριστούγεννα κ’ Καλή Χρονιά!!!
Η Μελωδία της Ελπίδας
Από τον Αισχύλο Δ.