-
Θεατρικά:
«ΞΥΠΝΑ ΡΑΓΙΑ» «ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ»
«ΟΙ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ»
«ΕΞΟΔΟΣ»
-
Δραματοποίηση:
-
«ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ»
¨ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ»
-
Τραγούδια:
«ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ» «ΤΣΑΜΙΚΟΣ» «ΘΟΥΡΙΟΣ» ΝΑ ‘ΤΑΝΕ ΤΟ 21»
«ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΕΡΟΒΟΛΑΓΕ»
«ΑΡΝΙΕΜΑΙ»
-
Video : «ΠΕΡΗΦΑΝΟΙ
ΟΛΟΙ»
Χορωδία : Μαρμαρωμένος βασιλιάς 3
2
Αφηγητής-ρια 1
2
|
Το
εικοσιένα, που δίκαια ονομάστηκε «Το θαύμα του κόσμου», παραμένει η μέγιστη ώρα
του λαού μας! Έπειτα από μια σκλαβιά που κράτησε 368 χρόνια, οι Έλληνες πήραν
τ` άρματα ενάντια σε μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, αποφασισμένοι να πολεμήσουν ως
το θάνατο για ν` αποχτήσουν την εθνική τους ελευθερία.
Οι ξεσηκωμένοι Έλληνες στο τέλος νίκησαν, γράφοντας στις σελίδες της
παγκόσμιας ιστορίας λαμπρότατο κεφάλαιο.
Απόδειξαν για μιαν ακόμη φορά, πως κανένας λαός δεν μένει υπόδουλος
όταν πάρει την απόφαση να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει.
Αφηγητής-ρια 2
Βασικά, ο αγώνας του εικοσιένα ήταν εθνικοαπελευθερωτικός. Να γλιτώσει
ο τόπος από την τουρκική σκλαβιά. Θα ήταν όμως ψέμα αν αρνηθούμε και το
κοινωνικό του περιεχόμενο.
Εκείνη την εποχή, το μεγαλύτερο
μέρος του υπόδουλου λαού το αποτελούσε η αγροτιά. Οι συνθήκες ζωής των αγροτών,
την εποχή της τουρκοκρατίας, ήταν άθλιες. Οι Έλληνες αγρότες ήταν δουλοπάροικοι
στην κυριολεξία.
Αφηγητής-ρια 1
Από τα
πρώτα χρόνια της δουλείας οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να προσδοκούν και να
ελπίζουν πως θα ξημέρωνε η μέρα της λευτεριάς.
Στην αρχή, τις
ελπίδες τους αυτές τις εναπόθεσαν στους ξένους. Αυτό φαίνεται κι από γνωστό
δημοτικό τραγούδι εκείνου του καιρού:
|
τούτο
το καλοκαίρι καημένη Ρούμελη
όσο
να `ρθει ο Μόσκοβος ραγιάδες, ραγιάδες
να
φέρει το σεφέρι Μοριά και Ρούμελη.
Αφηγητής-ρια 2
Οι προσδοκίες τους όμως διαψεύστηκαν. Η Γαλλική Επανάσταση, ενώ στην
αρχή έκανε τους σκλαβωμένους Έλληνες ν` αποχτήσουν θάρρος, στο τέλος έσβησε τις
ελπίδες τους. Οι Έλληνες μείνανε και πάλι σκλάβοι, αλλά έμαθαν τούτη δω τη
μεγάλη αλήθεια:
«Η λευτεριά δε
χαρίζεται. Η λευτεριά καταχτιέται!»
Αφηγητής-ρια 1
Για να ξεκινήσει όμως η επανάσταση, υπήρξαν τρεις βασικές προϋποθέσεις:
Στα χρόνια της σκλαβιάς οι υπόδουλοι Έλληνες απόχτησαν στρατιωτική δύναμη. Αυτό
έγινε με τους κλέφτες και τους αρματολούς, που δημιούργησαν χωρίς να το ξέρουν
τις πιο διαλεχτές στρατιωτικές δυνάμεις του έθνους, για τον πιο δύσκολο απ`
όλους τους πολέμους, τον κλεφτοπόλεμο.
Όταν ο τουρκικός κατατρεγμός ή η αδικία των κοτζαμπάσηδων γινόταν
αβάσταχτα, δεν απόμενε τίποτα άλλο στον κατατρεγμένο χωριάτη, παρά ν` αρπάξει
ένα παλιοντούφεκο και να βγει κλέφτης στα βουνά.
Αφηγητής-ρια 2
«Μαγιά της λευτεριάς» ονομάζει τους κλέφτες ο Μακρυγιάννης. Ο λαός τους
αγαπούσε, τους καμάρωνε, τους υποστήριζε, ήταν οι προστάτες του.
«Οι κλέφτες είμαστε ελεύθεροι», λέει στη διήγησή του ο Κολοκοτρώνης,
«αλλά τι ζωή, τι άνθρωποι! Βασανισμένοι, , άγριοι εις τις σπηλιές, στα βουνά
εις τα χιόνια, σαν τα θηρία με τα οποία συζούσαμε». Θεατρικό
το όνειρο του Ραγιά
ΛΕΝΑ
: Μωρέ τι όνειρο ήταν ετούτο ; Έ, Μάρω, που είσαι ;
(μπαίνει βιαστική η γυναίκα)
ΜΑΡΩ : Τι φωνάζεις Λένα, τι έπαθες ;
(μπαίνει βιαστική η γυναίκα)
ΜΑΡΩ : Τι φωνάζεις Λένα, τι έπαθες ;
ΛΕΝΑ:
Είδα ένα όνειρο σημαδιακό, ένα φουστανελά ως εκεί απάνω !
ΜΑΡΩ: Χριστός και Παναγιά ! (Κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα στη Λένα και σταυροκοπιέται.)
ΛΕΝΑ: Φόραγε κόκκινη σκούφια.
ΜΑΡΩ: Καταραμένος να 'ναι !
ΛΕΝΑ: Είχε και σπαθί ζωσμένο στη μέση.
ΜΑΡΩ: Ααα, φτου τον τρισκατάρατο ! (φτύνει στον κόρφο της)
ΛΕΝΑ: Ήτανε λέει ο Καραϊσκάκης.
ΜΑΡΩ: Θα πόναγε η κοιλιά σου από βραδύς από την πείνα, γι' αυτό θα τον είδες στον ύπνο σου.
ΛΕΝΑ: Μωρέ μίλαγα μαζί του, κουβέντιαζα, πως να στο πω !
ΜΑΡΩ: Θα ανέβασες λέω εγώ πυρετό.
ΛΕΝΑ: (ειρωνικά) Δεν είναι η μέρα μου σήμερα, αύριο θα με πιάσει.
ΜΑΡΩ: Έ, τότε έπαθες βαρυστομαχιά από το πολύ φαϊ.
ΛΕΝΑ: Ναι από τα φύλλα και τα κουκιά που εφάγαμε εψές, χωρίς ψωμί και χωρίς λάδι.
ΜΑΡΩ: Δε λες πάλι καλά που τα 'χαμε κι αυτά. Και δε μου λες, τι σου μολόγαγε αυτός ο πρωτοκλέφτης ; Του πες και το τραγούδι του, "Καραϊσκάκη μου αρχηγέ και πρώτε καπετάνιε" ; Είναι το τραγούδι των λιμασμένων σαν κι εμάς.
ΛΕΝΑ: Πολλά ξέρεις Μάρω αλλά ο νους σου δε φτάνει σ' αυτά που λέγαμε εγώ με τον Καραϊσκάκη.
ΜΑΡΩ: Τι θα λέγατε ; Άρες, μάρες, κουκουνάρες. Ξέρεις μωρέ τι είναι τα όνειρα ; Ξύλα, κούτσουρα, δαδιά καμένα.
ΛΕΝΑ: Δε πιστεύεις στα όνειρα εσύ ;
ΜΑΡΩ: Χριστός και Παναγιά ! (Κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα στη Λένα και σταυροκοπιέται.)
ΛΕΝΑ: Φόραγε κόκκινη σκούφια.
ΜΑΡΩ: Καταραμένος να 'ναι !
ΛΕΝΑ: Είχε και σπαθί ζωσμένο στη μέση.
ΜΑΡΩ: Ααα, φτου τον τρισκατάρατο ! (φτύνει στον κόρφο της)
ΛΕΝΑ: Ήτανε λέει ο Καραϊσκάκης.
ΜΑΡΩ: Θα πόναγε η κοιλιά σου από βραδύς από την πείνα, γι' αυτό θα τον είδες στον ύπνο σου.
ΛΕΝΑ: Μωρέ μίλαγα μαζί του, κουβέντιαζα, πως να στο πω !
ΜΑΡΩ: Θα ανέβασες λέω εγώ πυρετό.
ΛΕΝΑ: (ειρωνικά) Δεν είναι η μέρα μου σήμερα, αύριο θα με πιάσει.
ΜΑΡΩ: Έ, τότε έπαθες βαρυστομαχιά από το πολύ φαϊ.
ΛΕΝΑ: Ναι από τα φύλλα και τα κουκιά που εφάγαμε εψές, χωρίς ψωμί και χωρίς λάδι.
ΜΑΡΩ: Δε λες πάλι καλά που τα 'χαμε κι αυτά. Και δε μου λες, τι σου μολόγαγε αυτός ο πρωτοκλέφτης ; Του πες και το τραγούδι του, "Καραϊσκάκη μου αρχηγέ και πρώτε καπετάνιε" ; Είναι το τραγούδι των λιμασμένων σαν κι εμάς.
ΛΕΝΑ: Πολλά ξέρεις Μάρω αλλά ο νους σου δε φτάνει σ' αυτά που λέγαμε εγώ με τον Καραϊσκάκη.
ΜΑΡΩ: Τι θα λέγατε ; Άρες, μάρες, κουκουνάρες. Ξέρεις μωρέ τι είναι τα όνειρα ; Ξύλα, κούτσουρα, δαδιά καμένα.
ΛΕΝΑ: Δε πιστεύεις στα όνειρα εσύ ;
ΜΑΡΩ:
Πως, όποιος πεινάει ονειρεύεται καρβέλια. Είδες στον ύπνο σου φουστανέλα,
ετοιμάσου να πεθάνεις.
ΛΕΝΑ: Δάγκωσε τη γλώσσα σου μωρή Μάρω.
ΜΑΡΩ: Έ, αυτό φανερώνει το όνειρο, τώρα άλλο αν δε θες εσύ !
ΛΕΝΑ: Και τα γόνατά μου κόπηκαν αλλά και δε μ' αρέσει να πεθάνω !
ΜΑΡΩ: Πεθαίνουμε λίγο λίγο, μη στεναχωριέσαι.
ΛΕΝΑ: Λιώνουμε στα πόδια μας. Δυο οκάδες λαδάκι βγάζει το χωραφάκι μας, τη μιά παίρνουν οι Τούρκοι και την άλλη οι κοτζαμπασήδες.
ΜΑΡΩ: Τι τη θέλουμε τέτοια ζωή ;
ΛΕΝΑ: Ααα μπράβο, αυτά μου 'λεγε κι ο Καραϊσκάκης.
ΜΑΡΩ: Ααα άσε με το Καραϊσκάκη και την Καραϊσκάκαινα μαζί. (κάνει να φύγει)
ΛΕΝΑ: Μαριώ μη φεύγεις, άσε με να σου πω. Ο Καραϊσκάκης μου είπε να μην καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα.
ΜΑΡΩ: Δε μου λες Λένα, τα 'χασες στα γεράματα ;
ΛΕΝΑ: Έννοια σου και τα 'χω ακόμα τετρακόσια.
ΜΑΡΩ: Έ, τότε τι κάθεσαι και με ψέλνεις με τον Καραϊσκάκη ;
ΛΕΝΑ: Είσαι μάνα και συ, όπως κι εγώ και πρέπει να ξέρεις.
ΜΑΡΩ: Σαν τι να ξέρω ;
ΛΕΝΑ: Η σωτηρία μας είναι στο βουνό, στους κλέφτες και τους αρματολούς.
ΜΑΡΩ: Ο Καραϊσκάκης σου το 'πε κι αυτό ;
ΛΕΝΑ: Αυτός, ναι !
ΜΑΡΩ: Στους κλέφτες !!! Πανάθεμά τους !
ΛΕΝΑ: Γιατί τους κακομελετάς ; Τι ζημιά πάθαμε απ' αυτούς ;
ΜΑΡΩ: Εεεε να μια φορά μου πήραν τη βελόνα και δε μου την έδωκαν πίσω !
ΛΕΝΑ: Την ήθελαν για να ραφτούν καημένη.
ΜΑΡΩ: Να ραφτούν, μωρέ τι μας λένε...Να καθίσεις στα αυγά σου λέω εγώ πια !
ΛΕΝΑ: Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μας Μάρω. Μονάχα το βουνό ! Το καριοφίλι και το γιαταγάνι !
Να μην καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα !
Έτσι μου είπε κι ο Καραϊσκάκης και με σκούντησε : "ξύπνα ραγιά έεε, ξύπνα ραγιά" !! (Σηκώνεται να φύγει κι η Μάρω τον κυνηγάει)
ΜΑΡΩ: Που πας μωρέ Λένα , σταμάτα βρε τρελή !
ΛΕΝΑ: Ξύπνα ραγιά !
(φεύγουν από τη σκηνή)
ΛΕΝΑ: Δάγκωσε τη γλώσσα σου μωρή Μάρω.
ΜΑΡΩ: Έ, αυτό φανερώνει το όνειρο, τώρα άλλο αν δε θες εσύ !
ΛΕΝΑ: Και τα γόνατά μου κόπηκαν αλλά και δε μ' αρέσει να πεθάνω !
ΜΑΡΩ: Πεθαίνουμε λίγο λίγο, μη στεναχωριέσαι.
ΛΕΝΑ: Λιώνουμε στα πόδια μας. Δυο οκάδες λαδάκι βγάζει το χωραφάκι μας, τη μιά παίρνουν οι Τούρκοι και την άλλη οι κοτζαμπασήδες.
ΜΑΡΩ: Τι τη θέλουμε τέτοια ζωή ;
ΛΕΝΑ: Ααα μπράβο, αυτά μου 'λεγε κι ο Καραϊσκάκης.
ΜΑΡΩ: Ααα άσε με το Καραϊσκάκη και την Καραϊσκάκαινα μαζί. (κάνει να φύγει)
ΛΕΝΑ: Μαριώ μη φεύγεις, άσε με να σου πω. Ο Καραϊσκάκης μου είπε να μην καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα.
ΜΑΡΩ: Δε μου λες Λένα, τα 'χασες στα γεράματα ;
ΛΕΝΑ: Έννοια σου και τα 'χω ακόμα τετρακόσια.
ΜΑΡΩ: Έ, τότε τι κάθεσαι και με ψέλνεις με τον Καραϊσκάκη ;
ΛΕΝΑ: Είσαι μάνα και συ, όπως κι εγώ και πρέπει να ξέρεις.
ΜΑΡΩ: Σαν τι να ξέρω ;
ΛΕΝΑ: Η σωτηρία μας είναι στο βουνό, στους κλέφτες και τους αρματολούς.
ΜΑΡΩ: Ο Καραϊσκάκης σου το 'πε κι αυτό ;
ΛΕΝΑ: Αυτός, ναι !
ΜΑΡΩ: Στους κλέφτες !!! Πανάθεμά τους !
ΛΕΝΑ: Γιατί τους κακομελετάς ; Τι ζημιά πάθαμε απ' αυτούς ;
ΜΑΡΩ: Εεεε να μια φορά μου πήραν τη βελόνα και δε μου την έδωκαν πίσω !
ΛΕΝΑ: Την ήθελαν για να ραφτούν καημένη.
ΜΑΡΩ: Να ραφτούν, μωρέ τι μας λένε...Να καθίσεις στα αυγά σου λέω εγώ πια !
ΛΕΝΑ: Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μας Μάρω. Μονάχα το βουνό ! Το καριοφίλι και το γιαταγάνι !
Να μην καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα !
Έτσι μου είπε κι ο Καραϊσκάκης και με σκούντησε : "ξύπνα ραγιά έεε, ξύπνα ραγιά" !! (Σηκώνεται να φύγει κι η Μάρω τον κυνηγάει)
ΜΑΡΩ: Που πας μωρέ Λένα , σταμάτα βρε τρελή !
ΛΕΝΑ: Ξύπνα ραγιά !
(φεύγουν από τη σκηνή)
|
Αφηγητής-ρια 1
|
.
Αφηγητής-ρια 2
Η τρίτη, τέλος, μέγιστη προϋπόθεση για την επιτυχία της επανάστασης,
στάθηκε ο διαφωτισμός, δηλαδή η ιδεολογική προπαρασκευή του Γένους.
Κι αυτή η ιδεολογική προπαρασκευή ξεκινάει πρώτα από τα δημοτικά
τραγούδια, που βγαλμένα μέσα από την καρδιά ανώνυμων ποιητών μίλαγαν με τρόπο
μοναδικό στην καρδιά του λαού. Συντρόφευαν το ραγιά στον πόνο του, στη χαρά
του, στους αγώνες του.
Τα δημοτικά τραγούδια σπείρανε το σπόρο της
λευτεριάς, που θα καρπίσει το `21. Τον άξιο κλέφτη τον παρομοιάζουν με αετό λεβέντη.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΤΣΑΜΙΚΟΣ
Αφηγητής-ρια 1
Στα πρώτα χρόνια, έπειτα από την απελευθέρωση του τόπου από τον
τουρκικό ζυγό, στα καφενεία και στα σπίτια, στις πολιτείες και στα χωριά,
έβλεπες κρεμασμένη μια χαλκογραφία που παράσταινε την Ελλάδα κουρελιασμένη,
γονατισμένη κι αλυσοδεμένη. Δυο άντρες γύρευαν να τη σηκώσουν, σπάζοντας τα
δεσμά της: ο ένας ήταν ο Κοραής, και ο άλλος ο Ρήγας.
Αφηγητής-ρια 2
Ο Αδαμάντιος Κοραής υπήρξε μια από τις πιο ολοκληρωμένες πνευματικές
προσωπικότητες του νεοελληνικού κόσμου. Πίστευε πως το ελληνικό έθνος, για να
σπάσει τις αλυσίδες τις σκλαβιάς, έπρεπε να βγει από τα σκοτάδια της αμάθειας
και της δεισιδαιμονίας.
«Είναι καλλιεργημένος – είναι ελεύθερος, είναι άνθρωπος», έλεγε.
Ο Ρήγας Φεραίος δεν είχε τη σοφία του Κοραή. Είχε όμως κάτι άλλο, πιο
σημαντικό: το νου και την ψυχή που ξεσήκωνε τη θύελλα της ελευθερίας.
Ο Θούριος, η Χάρτα, κι όλα τ` άλλα γραφτά του, ξεσήκωσαν και συγκίνησαν
τους σκλαβωμένους Έλληνες.
Ο Θούριος του Ρήγα δεν ήταν
ποίημα αλλά επαναστατική προκήρυξη γραμμένη σε στίχους, για να μπορούν εύκολα
να την αποστηθίσουν. Ο Τερτσέτης, τον ονομάζει «το ιερότερο άσμα της φυλής
μας»!
ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΘΟΥΡΙΟΣ
Θεατρικό: Κακό συναπάντημα
|
ΑΝΕΖΑ: Έλα πάρε αντίδωρο. Το σωστό βέβαια είναι να το
παίρνεις από το χέρι του παπά αλλά....
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ:
Το αντίδωρο .. αντίδωρο είναι Ανέζα μου.
ΑΝΕΖΑ: Και για νά’
χουμε καλό ρώτημα, για που ετοιμάζεσαι;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Εκεί
μέχρι τ’ αμπέλι θα πάω.
ΑΝΕΖΑ: Δε μου λες, ξέρεις
τι μέρα είναι σήμερα; Θα μου πεις δεν ξέρεις γιατί αλλιώς θα’ ρχόσουνα μαζί μου
στην εκκλησία. Δε θα μ’ άφηνες να πάω μόνη μου όπως πάνε οι χήρες.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Μα τι
είναι αυτά που λες σήμερα Ανέζα μου (φτύνει τρεις φορές στον κόρφο του)
ΑΝΕΖΑ: Εμ πάνε όλες
στην εκκλησιά αγκαζέ με τους άντρες τους
και πάω κι εγώ μονάχη μου. Και με κοιτάνε όλες σαν αξιοπερίεργο ζώο. Σα χήρα
έχω καιρό να πάω στο μέλλον. (Κουνά το χέρι με νόημα) Όταν παντρεύτηκες, εμένα
παντρεύτηκες δεν παντρεύτηκες με τη τσάπα. Και μου τό’ λεγε η μάνα μου. Αυτός
κόρη μου άλλο από δουλειά δε θα ξέρει, γλέντια , βόλτες ξέχαστα με δαύτονα.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Με
έντονη δυσφορία κι ενώ ετοιμάζει τα πράγματά του) Ου τι θέλεις και τη
μνημονεύεις την Κυρά Τασία. Άστην εκεί που είναι καλά είναι.
ΑΝΕΖΑ: Σήμερα Κυριακή
είναι σκόλη. Δεν επιτρέπεται να δουλεύεις. Το λέει και το βαγγέλιο. Αλλά που να
τ’ ακούσεις;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Μα δε θα
κάνω καμιά δουλειά Ανέζα μου. Έτσι για βόλτα πάω. Τις Κυριακές πάω αλλά δεν
κάνω βαριές δουλειές ά όλα κι όλα. Κανα ξεχορτάριασμα, καμιά αγριάδα βγάζω, το
φράχτη κοιτάζω...
ΑΝΕΖΑ: Ναι, όταν
φτάσεις στον Άγιο Πέτρο και θα ζυγιάσει τα κρίματά σου θα πει. Άστε τον αυτόν
να περάσει. Εδούλευε τις σκόλες μα δεν έκανε βαριές δουλειές. Και... σα πας για
βόλτα τι το θέλεις το πριόνι που κουβαλάς. Λες πως δε θα δουλέψεις μα μπορείς
του λόγου σου να πας στα χωράφια σου και να μην κάμεις καμιά δουλειά; (Εκείνη
την ώρα κάνει την εμφάνισή του ο παπάς)
ΠΑΠΑΣ: Ώρα καλή.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ:
(Μαζεμένος) Ώρα καλή σου γέροντα, κάτσε να πιεις μια ρακή. Ανέζα, βάλε μας από
μία.
ΠΑΠΑΣ: Δε σε πήρε το
μάτι μου στην εκκλησιά σήμερα Γιάννη.
ΑΝΕΖΑ: (Από την
κουζίνα) Γιατί τον πήρε το μάτι σου την προηγούμενη Κυριακή παπά μου;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Να
ξέρεις παπά μου.. έχω αφήσει κάτι δουλειές στη μέση και έλεγα να πεταχτώ ίσαμε
τ’ αμπέλι να τσ’ αποτελειώσω...
ΠΑΠΑΣ: (Η Ανέζα
φέρνει τις ρακές) Ναι μα σήμερα Γιάννη είναι Κυριακή. Ξεχνάς τι λέει το
ευαγγέλιο. Έξι μέρες να εργάζεσαι και την εβδόμη Κύριο το Θεό σου. Είσαι πολύ
προκομμένος μωρέ Γιάννη και μπράβο σου αλλά , παιδιά σκυλιά δεν έχεις, πες μου
τι θα τα κάμεις τα λεφτά. Πρόσεξε όμως. Ο Θεός όλα τα βλέπει… τα παντα βλέπει...
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Βλέπει, βλέπει
και τι βλέπει ένα χριστιανό που δεν τού’
χουν αφήσει οι τούρκοι ούτε σάλιο για να φτύσει. Δε θωρείς τα πλούτη μου
γέροντα; Δεν έχω παιδιά, μα έχω αφεντικά. Πρέπει να δουλεύω για νά’ χω να
πληρώνω το χαράτσι και τ’ άλλα δοσίματα. Και σαν έχω να χορταίνω τον Αγά, και
κάθε γενίτσαρο που μου ζητά, γλιτώνω από τσι ξυλιές και από τα χειρότερα.
ΠΑΠΑΣ: (Αναστενάζοντας)
Και ποιος χριστιανός δεν είναι σκλάβος και δε δουλεύει για τη σκλαβιά του.
(Πίνουνε τη ρακή. Σηκώνονται και οι δύο.)
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Στο καλό
παπά μου και να μας έρχεσαι.
ΑΝΕΖΑ: Στο καλό παπά
μου. (Βγαίνει στην πόρτα για να ξεπροβοδίσει τον άντρα της)
Να γυρίσεις γρήγορα Γιάννη, θα έχω χοιρινό με σέλινο.
( Ο Σιφογιάννης
έφυγε. Ακούγεται μουσική για να φανεί ότι διέτρεξε ικανή απόσταση)
|
ΑΓΑΣ: Ποιοι είστε
εσείς οι δύο; (φαίνεται λιγάκι μεθυσμένος)
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ποιοι
δύο αγά μου, ...ένας είμαι...
ΑΓΑΣ: Κι ο άλλος,
εκείνος που κρατά το πριόνι.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Κατ’
ιδίαν) Ωχ μεθυσμένος είναι. (Δυνατότερα) Εγώ είμαι μόνος μου ο Σιφογιάννης να
σε χαρώ.
ΑΓΑΣ: Εσύ σε ορέ
Σιφογιάννη δε σε πρόσεξα γιατί με στραβώνει ο ήλιος.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Κατ’
ιδίαν) Μωρέ κατέχω εγώ ίντα ναι εκείνο που σε ...στραβώνει αλλά...
ΑΓΑΣ: Και δε μου λες
για που το βαλες.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ:
(δουλικά) Πάω στ’ αμπέλι Αγά μου, να κάνω μια δουλειά.
ΑΓΑΣ: Και καλά σήμερο
Κυριακή δεν έχετε αργία εσείς οι χριστιανοί, πα να πει δε δουλεύετε.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ:
(τρέμοντας) Ναίσκε Αγά μου.
ΑΓΑΣ: Είναι μεγάλο
κρίμα δηλαδή να δουλεύει μια τέτοια μέρα ένας Ρωμιός;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ναίσκε
Αγά μου.
|
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ:
(Ψελλίζοντας) Μάλλον δεν είμαι Αγά μου.
ΑΓΑΣ: Σα δεν είσαι καλός
χριστιανός, θα σε κάμω τούρκο!
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Για το
Θεό Αγά μου... Να χαρείς τα παιδιά σου...
ΑΓΑΣ: Καλλίτερος
είσαι συ γκιαούρη από μένα πού’ μαι τούρκος; Σα δε σ’ αρέσει νά’ σαι τούρκος
πες το τσι μπιστόλας μου (κάνει να την πιάσει) εδώ είναι κι ανημένει. (Βγάζει
τη μπιστόλα. Ο Σιφογιάννης γονατίζει)
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ότι θες
Αγά μου. Ότι ορίζεις. Δικός σου είμαι.
ΑΓΑΣ: (Με ένα
σαρδόνιο γέλιο) Εδά λοιπόν θα σε τουρκέψω. Θα λες ότι λέω. (Ακουμπά τη μπιστόλα
πάνω στο κεφάλι του και λέει με επίσημο ύφος) Τούρτουρος και τουρτουρίνα...
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ:
Τούρτουρος και τουρτουρίνα...
ΑΓΑΣ: Και μεγάλη
Τουρκαρίνα!
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Και
μεγάλη Τουρκαρίνα!
ΑΓΑΣ: Κατάλαβες εδά
μωρέ ίντα γίνηκε;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Τι
γίνηκε Αγά μου;
ΑΓΑΣ: Θα σου πω εγώ. Σε
Ετούρκεψά. Από σήμερο θα είσαι πια Τούρκος. Θα προσκυνάς σα Τούρκος. Άμα ακούς
τον ιμάμη ψηλά από το μιναρέ θα σκύβεις και θα προσκυνάς τον Αλάχ και τον
προφήτη του το Μωάμεθ. Και για να γίνεις Τούρκος με τα όλα σου θα σου αλλάξω και τ’ όνομα. (Ακουμπά τη
μπιστόλα) Σε ονομάζω Τζαφέρη. Άιντε δα και να μην ακούσω πως πίνεις κρασί. (Όση
ώρα τα λέει αυτά είναι φανερό ότι είναι υπό την επήρεια μέθης) Μάθε πως ο
προφήτης μας είπε να μην πίνομε κρασί. Εγώ που θωρείς δεν το βάνω ποτές στο
στόμα μου. Είναι μεγάλο κρίμα. Άιντε δα και καλή στράτα Τζαφέρ Αγά....
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Ο Αγάς
απομακρύνεται. Ο Σιφογιάννης μένει ακίνητος για λίγο) Και τώρα, τι θα κάμω
τώρα. Εδώ σε θέλω κάβουρα. Πάει εχάθηκα. (Παίρνει το δρόμο του γυρισμού)
ΑΝΕΖΑ: Γιατί εγύρισες
τόσο γρήγορα άντρα μου. Ίντα παθες δεν είσαι καλά; Άρρωστος είσαι;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι ...
δεν ... έχω τίποτε.
ΑΝΕΖΑ: Τι δεν έχεις
τίποτε που εσύ μάτια μου έχεις γίνει πιο κίτρινος κι από το λεμόνι.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ:
(Κάθεται) Γυναίκα άκουσε τι έγινε. Άκουσε με.... (Μπαίνει μουσική και ο
Σιφογιάννης εξηγεί παραστατικά στη γυναίκα του τι έγινε κατά τη συνάντησή του
με το Μόχογλου. Όταν τελείωσε...)
ΑΝΕΖΑ: Είδες. Είδες
τι πάθαμε.... Η τιμωρία σου.. Σου χρειαζότανε. Είδες τώρα ότι υπάρχει ο «οφθαλμός»;
Τι έχεις να πεις τώρα. Όχου κακό που πάθαμε!
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Άστα
τώρα αυτά. Από δω και πέρα να δούμε τι μπορεί να γίνει. Εγώ λέω ότι έτσι
μεθυσμένος που ήτανε μπορεί αύριο να μη θυμάται και τίποτα.
ΑΝΕΖΑ: Να φωνάξουμε
τον παπά.Πάω τώρα κιόλας. Κι ώσπου να δούμε τι θα κάνουμε να μη βγεις καθόλου
έξω, άκουσες Τζαφέρ Αγά....
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ανέζα,
Ανέζα... σε παρακαλώ... (Η Ανέζα φεύγει, ο Σιφογιάννης παίρνει ένα μαντίλι, το
κάνει τούρκικο σαρίκι και το βάζει στο κεφάλι του. Ύστερα το βγάζει, το πετάει
πέρα και σωριάζεται στην καρέκλα. Έρχεται η Ανέζα με τον παπά)
ΠΑΠΑΣ: Λοιπόν τι
έχεις να πεις τώρα;
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Παπά μου
κατάλαβα το λάθος μου. Τώρα να δούμε τι θα κάνουμε.
ΠΑΠΑΣ: Σαν τι
μπορούμε να κάνουμε βρε άμοιρε; Τον ξέρεις τον Αγά; Ξέρεις πόσους χριστιανούς
έχει σκοτώσει για ψύλλου πήδημα; Ξέρεις που έμπλεξες μωρέ;
|
ΠΑΠΑΣ: Ναι, είχε μια
υπηρέτρια χριστιανή και μια μέρα της λέει;
-Θες μωρή να σε παντρέψω;
-Θέλω Αγά μου, του λέει κι αυτή.
-Διάλεξε μωρή τον
καλλίτερο Ρωμιό να στον βλογήσω. Διάλεξε κι εκείνη ένα όμορφο παλικάρι πού’ ταν
το χωριό της κι ο Αγάς του έστειλε παραγγελιά να πάρει την υπηρέτριά του μαζί
μ’ ένα φυσέκι που σήμαινε « Ή θα πας όρθιος γαμπρός στην εκκλησιά ή θα σε πάνε
τέσσερις κι ο παπάς (δείχνει τον εαυτό του) κι ο παπάς πέντε. Τι να κάνει το
παλικάρι; Σου λέει ή γαμπρός ή μακαρίτης. Προτίμησε λοιπόν να ντυθεί μόνος του
αντί να τονε ντύσουνε και να τον πάνε άλλοι. Κουμπάρος ήτανε ο Αγάς. Έγινε
τρικούβερτο γλέντι. Δέκα μέρες μετά το γάμο η νύφη επήγε να δει τον ...κουμπάρο
-Σου αρέσει μωρή ο
γαμπρός; Τι ρώτησε ο Μόχογλου.
-Μου αρέσει, Αγά μου.
Και πριν ν’ αποτελειώσει τη φράση βγάζει ο Αγάς τη μπιστόλα και τηνε σκοτώνει.
Αυτός είναι ο Μόχογλου, ανάλογα σε τι μέρα θα τον πετύχεις. Ικανός για το
καλλίτερο και για το χειρότερο.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Παπά
μου, να πας να τονε βρεις.
ΠΑΠΑΣ: Τι είπες,
ήμαρτον κύριε, Να πάω εγώ, κι αν μόλις με δει αρπάξει την κουμπούρα και με
ξαπλώσει ίντα θ’ απογίνει μετά η παπαδιά μου. Κι αν βγάλει τη χατζάρα και με
σουβλίσει σαν τον Αθανάσιο Διάκο. Ήμαρτον κύριε τι μου ζητάνε οι πιστοί σου, να
σωθούν αυτοί και να κολαστώ εγώ.
|
ΠΑΠΑΣ: Ποιος τσοπάνης
ευλογημένη;
ΑΝΕΖΑ: Εκείνος που
είχε εκατό πρόβατα από τα οποία τα ενενήντα εννιά πήγαιναν κανονικά στο μαντρί
και το ένα τού’ φυγε. Αυτός λέει άφησε παπά μου, τα πολλά που έτσι κι αλλιώς
δεν τον είχαν ανάγκη μια κι εβάδιζαν στα σίγουρα κι έψαξε να σώσει το ένα που
κινδύνευε από τα δόντια του λύκου. Έ ο λύκος είναι ο Αγάς. Κι εσύ παπά μου, να
σε χαρώ, είσαι ο τσοπάνης.
ΠΑΠΑΣ: Θα πάω βρε
θεομπαίχτες, μα άμα τα καταφέρω, θα σου δώσω τα κλειδιά της εκκλησίας Γιάννη,
πρώτος θα πηγαίνεις την Κυριακή και τελευταίος θα φεύγεις. Ανεζινιώ, βάλε μου
μια ρακή ακόμη και να δώσει ο Θεός να τονε πετύχω στις καλές του, (πίνει την
πρώτη) βάλε άλλη μια. Να πω τουλάχιστον , μεθυσμένος ήμουνα και δεν κατάλαβα τι
έκανα, να έχω μια δικαιολογία... Βρε πως μου την έφεραν με τα πρόβατα και τους
τσοπάνηδες... (Ο παπάς φεύγει)
ΑΝΕΖΑ: Τώρα κακομοίρη
μου δε θα το κουνήσεις ρούπι από δω. Γιατί αν τουρκέψεις δε θα μπορείς πια να
ξετουρκέψεις.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ίντα να
σου πω γυναίκα, θαρρώ ότι έχασα δέκα χρόνια από τη ζωή μου σε μια μέρα μέσα. Να
δώσει μόνο ο Θεός να τονε βρει στις καλές του ο παπάς το Μόχογλου... (Μουσική.
Εν τω μεταξύ νυχτώνει)
ΠΑΠΑΣ: (Έρχεται
γελαστός) Ανεζινιώ, έχεις ακόμη από κείνο το χοιρινό. Τηγάνισε κι αυγά να φάμε
μαζί. Φέρε και κρασί. Ο Αγάς μου παράγγειλε να πιούμε και στην υγειά του.
ΑΝΕΖΑ: Καλά νέα
φαίνεται ότι μας φέρνεις. Δόξα σοι ο Θεός.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ:
(Κάνοντας το σταυρό του) Δοξασμένο το όνομά του.
ΠΑΠΑΣ: (Κάθεται) Ο
Θεός αλήθεια έκαμε και τον εβρήκα στα καλά του. Και ξέρεις τι μου πε; Σε είδε
λέει, πως δεν είσαι καλός χριστιανός, γιατί πήγαινες να δουλέψεις μέρα σκόλη κι
έβαλε με το μυαλό του να σε κάνει Τούρκο.
ΑΝΕΖΑ: Η αμαρτία.
ΠΑΠΑΣ: Δεν σας είπα
πως ο Μόχογλου δεν είναι κακός. Μόνο να μην είναι στα μεράκια και στα μπουρίνια
του. Μόλις με είδε, κατάλαβε γιατί πήγα κι άρχισε να γελά. Στο τέλος μου είπε,
σαν τονε θέλεις εσύ παπά χριστιανό, χάρισμά σου. Ας μείνει στην πίστη σας. Και
καλά έκαμες κι ήρθες γρήγορα, γιατί αν μαθευότανε πως ετούρκεψε δεν θα μπορούσε
πια να ξετουρκέψει.
ΣΙΦΟΓΙΑΝΝΗΣ: Ο Θεός
να του δώσει τους χρόνους που μού’ κοψε!
ΠΑΠΑΣ: Άμε να πιάσεις
λίγο από το κοκκινέλι. Και να στείλεις λέει και του Αγά μια νταμιτζάνα. Άμε και
φτηνά την εγλύτωσες Τζαφέρ Αγά.... (γελούν ενώ κλείνει η αυλαία)
|
ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΝΑ ‘ΤΑΝΕ
ΤΟ 21
Αφηγητής-ρια 3
Κι ήρθε η ευλογημένη ώρα. Η ώρα της κήρυξης της επανάστασης. Τα
Καλάβρυτα, η Πάτρα και η Καλαμάτα διεκδικούν τα πρωτεία για την κήρυξη του
αγώνα.
Η τιμή για
την έναρξη του αγώνα ανήκει σ` όλους τους Έλληνες, που, από την Άλωση ως το
1821, εργάστηκαν, αγωνίστηκαν,
πολέμησαν, μαρτύρησαν για τη λευτεριά
της πατρίδας
Αφηγητής-ρια 1
Το σημερινό μας χρονικό είναι αφιερωμένο στους ήρωες αυτού του αγώνα,
που υπήρξαν και οι κυριότεροι συντελεστές του θαύματος.
Ήρωες λαϊκοί, ο Κολοκοτρώνης, ο
Παπαφλέσσας, ο Διάκος, ο Ρήγας….
Τόποι λευτεριάς τα Δερβενάκια, της Γραβιάς το χάνι, η Τριπολιτσά, το
Αρκάδι, η Άγια Λαύρα, το Μεσολόγγι, το Ναβαρίνο, τόποι δικοί μας, φράχτες της
ζωής μας.
Αφηγητής-ρια 3
Αρχίζοντας από το
Μοριά, ξεχωρίζουμε το ΘεόδωροΚολοκοτρώνη.
Το
μεγάλο του παράστημα, η στεντόρεια φωνή του, το αξίωμά του στο στρατό,
κατάχτησαν τη ψυχή του λαού.
Ο Κολοκοτρώνης πέρασε
στην ιστορία ως ο θρυλικός Γέρος του Μοριά.
Αφηγητής-ρια 3
Παρακολουθήστε τώρα ένα αληθινό περιστατικό από τη μάχη στα Δερβενάκια,
ανάμεσα στον Κολοκοτρώνη που εμψύχωνε με φωνές τα παλικάρια, κι ένα
τσοπανόπουλο που παρακολούθαγε κι αυτό τη μάχη, σταυροκοπιόταν κι όλο έλεγε:
Δραματοποίηση
Τσοπανόπουλο:
Βοήθα μας, Παναγιά μου! Βοήθα μας!
Κολοκοτρώνης:
Βρε, Έλληνα, τι κάνεις έτσι; Πήγαινε κι εσύ να σκοτώσεις Τούρκους.
Τσοπανόπουλο:
Δεν έχω, καπετάνιε, άρματα! Πώς να τους σκοτώσω;
Κολοκοτρώνης:
Με τη γκλίτσα, βρε! Σκότωσε με δαύτη ένα Τούρκο, πάρε του τ` άρματα κι έπειτα
σκότωσε άλλους.
|
Κολοκοτρώνης:
Απάνω τους, βρε Έλληνα, απάνω τους!
(Το
τσοπανόπουλο φεύγει).
Αφηγητής-ρια3
|
Δραματοποίηση
(Ξαναγυρίζει το τσοπανόπουλο
αρματωμένο)
Κολοκοτρώνης:
Ποιος είσαι εσύ;
Τσοπανόπουλο:
Δε με θυμάσαι, καπετάνιε; Είμαι το τσοπανόπουλο που μ` έστειλες να σκοτώσω με
τη γκλίτσα τους Τούρκους, και να `μια τώρα!
Κολοκοτρώνης:
Μπράβο σου ορέ Έλληνα!
Αφηγητής-ρια 1
Ο Γρηγόριος Δικαίος, ο γνωστός μας Παπαφλέσσας, ο μπουρλοτιέρης των
ψυχών, ήρωας γλεντζές και μάρτυρας. Πολύ νέος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία.
Γυρίζει από τόπο σε τόπο δουλεύοντας για την πατρίδα.,
Αφηγητής-ρια 3
Ό,τι ήταν για το Μοριά ο Κολοκοτρώνης, στάθηκε για τη Ρούμελη ο
Καραϊσκάκης. Είναι ορμητικός ως την αποκοτιά. Δεν ξέρει τι θα πει κίνδυνος,
μήτε φόβος. Χυνόταν πρώτος στον εχθρό, παρασύροντας με το παράδειγμά του κι
αυτούς τους δειλούς.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν δύσκολα και βασανισμένα. Από μικρός
βρίσκεται κλέφτης στα βουνά πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη.
Αφηγητής-ρια 1
Και τι να αναφέρει κανείς για το στρατηγό Μακρυγιάννη; Δυο μόνο λόγια:
Ο αγώνας του Μακρυγιάννη επικεντρώνεται στην προσπάθειά του να μην αλλοτριωθεί
το έθνος
Αφηγητής-ρια 3
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στέκεται η πιο δυναμική και συγχρόνως η πιο
τραγική φυσιογνωμία του Αγώνα. Περήφανος, ατίθασος, θεληματικός, ορμητικός στις
αποφάσεις του, γρήγορος στην εκτέλεσή τους
Ο Καραϊσκάκης έλεγε για τον Ανδρούτσο:
«Πολεμιστάδες έχομε πολλούς, μα ένας είναι ο στρατηγός, ο Δυσσέας. Σαν
το μυαλό του Αντρούτσου δε στάθηκε άλλο».
Το Χάνι της Γραβιάς δεν ήταν μονάχα ένα κατόρθωμα, αλλά μια μάχη
αποφασιστική για κείνη την ώρα. Κλείστηκε στο Χάνι με τα παλικάρια του,
χορεύοντας και τραγουδώντας.
Τραγούδι:
ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΕΡΟΒΟΛΑΓΕ
Αφηγητής-ρια 3
Το πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, ο Θανάσης Διάκος, είναι ο ήρωας που θα
συγκινεί πάντα τις ψυχές των Ελλήνων. Καταγόταν από οικογένεια κλεφτών. Στην
αρχή έγινε Διάκος. Αργότερα πέταξε τα ράσα, έγινε πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου,
και δέθηκε με αδερφική φιλία μαζί του.
Λίγες μέρες πριν από την ηρωική του θυσία στην Αλαμάνα, είχε πει
μιλώντας στο λαό της Λιβαδειάς:
«Ήρθε ο καιρός να μάθουν οι Έλληνες να μη φεύγουν μπροστά στον Τούρκο»
Αφηγητής-ρια 2
Στην Αλαμάνα, έδειξε πως ήξερε να κρατάει τα όσα έλεγε. Όταν τον
έπιασαν οι Τούρκοι, τον ρωτά ο Κιοσέ Μεχμέτ Πασάς αν θα αλλαξοπιστήσει. Ο
Διάκος χωρίς δεύτερη σκέψη αρνείται δείχνοντας τον ηρωισμό του και γράφοντας το
όνομά του με μεγάλα γράμματα για τα καλά στην νεότερη ιστορία μας.
Όταν
πέθαινε έλεγε:
Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
Τώρα π` ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι.
Αφηγητής-ρια 3
Αν ρίξει μια ματιά κανείς στο χάρτη της Ελλάδας, καταλαβαίνει πως δίχως
θαλάσσια δύναμη, ήταν αδύνατη η επιτυχία της Επανάστασης.
Θα `ταν παράληψη ν` αφήσουμε έξω από το χρονικό μας τον νησιώτη ήρωα
Κωνσταντίνο Κανάρη.
Με τα λιγοστά γράμματα που ήξερε
διάβαζε τη φυλλάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και μαθαίνοντας τα κατορθώματα των
παλιών Ελλήνων «εις την ανάγνωσιν έτρεχαν δάκρυα, βρύση οι οφθαλμοί του»
Αφηγητής-ρια 2
Δε θα πρέπει από το χρονικό μας αυτό να
παραλείψουμε τη συμβολή των γυναικών στον αγώνα του Εικοσιένα. Ποια να
πρωτοϋμνήσει κανείς; Ξεχωριστά από
εκείνες που έμειναν φημισμένες, σαν τη Μπουμπουλίνα, τη Μαντώ Μαυρογένους, τις
Σουλιώτισσες, τις Μεσολογγίτισσες, ήσαν κι άλλες ηρωίδες, που δυστυχώς μένουν
άγνωστες!
Αφηγητής-ρια 3
«Ο γιος μου είναι νεκρός, αλλά το Άργος
έμεινε στα χέρια μας».
Η φράση αυτή της Μπουμπουλίνας, θυμίζει
Σπαρτιάτισσα μητέρα.
Αφηγητής-ρια 2
Μέσα στις ηρωίδες του Εικοσιένα, που
έπαιξαν εξαιρετικό ρόλο κατά την Ελληνική Επανάσταση, η Μαντώ Μαυρογένους ήταν
η πιο πολιτισμένη και μορφωμένη αρχόντισσα. Καταγινόταν με την αρχαία ελληνική
φιλολογία και ιστορία, την οποία διάβαζε με περηφάνια.
Όταν μαθαίνει ότι στο Μοριά σηκώθηκε η
σημαία της ελευθερίας, η Μαντώ καλεί σε συμβούλιο τους προύχοντες της Μυκόνου,
και τους μιλάει με τέτοιο ενθουσιασμό,
ώστε, πριν τα μέσα του Απρίλη του `21, κηρύχτηκε επίσημα η Επανάσταση στη
Μύκονο.
Όχι λιγότερα γενναία, ήταν και η
περίφημη Σουλιώτισσα, η Μόσχω Τζαβέλλα.
Αφηγητής-ρια 3
|
Αφηγητής-ρια 1
|
Ανάμεσά τους ο Γκέτε, ο Βίκτορ Ουγκό, ο Σέλεϊ, ο Λαμαρτίνος, ο Πούσκιν,
ο Ντελακρουά και ο Βύρωνας τραγούδησαν το Εικοσιένα.
Συγκλονιστικό είναι το ποίημα Το Ελληνόπουλο, που έγραψε ο
Βίκτορ Ουγκό για τη σφαγή της Χίου. Η μετάφραση είναι του Κωστή Παλαμά.
Το
Ελληνόπουλο
Τούρκοι
διαβήκαν. Χαλασμός. Θάνατος πέρα ως πέρα.
Η
Χίο τα` όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα
με
τα κρασιά, με τα δεντρά
Ερμιά
παντού. Μα κοίταξε κι απάνω εκεί στο βράχο,
στου
κάστρου τα χαλάσματα, κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται,
σκύβει θλιβερά
-Φτωχό
παιδί, που κάθεσαι ξυπόλητο στις ράχες
για
να μην κλαις λυπητερά, τ` ήθελες τάχα να `χες,
Τι
θέλεις, άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω,
Τι
θες απ` όλα τ` αγαθά
-Διαβάτη!
μου
κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια,
μπαρούτι θέλω, να!
Αφηγήτρια 1: Μαρίνα
Ελληνόπουλο: Χάρης- Φαμπιαν
Αφηγήτρια 1: Μαρίνα
Ελληνόπουλο: Χάρης- Φαμπιαν
|
Αφηγητής-ρια 2
|
ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ : ΟΙ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ
(Ακούγεται τραγούδι
και μπαίνουν στη σκηνή γυναίκες. Αφού κάνουν δύο κύκλους στη σκηνή, στέκονται
στο κέντρο της. Μαζί τους μπαίνει κι μια μαθήτρια που παριστάνει την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, κάθεται στην άκρη της σκηνής και
τις παρακολουθεί συλλογισμένη.)
Γυναίκα Α΄
|
:
|
Ακούτε συντοπίτισσες αδερφές μου. Αντίκρυ στην
πατρίδα μας, στο έρμο Μεσολόγγι, δεν έπαψαν στιγμή να βαράνε τα κανόνια.
Εχτές όλη μέρα δεν έπαψε η θάλασσα να τρέμει, να σείεται η γη… και σήμερα
ξανάρχισε το κανονίδι με την αυγή. Αχ, ο θάνατος σαρώνει τις ψυχές! Ω,
γεμίζουν τα μάτια μου δάκρυα, γιατί το δράμα του Μεσολογγιού δεν έχει λόγια να
ειπωθεί. Άκου! Βάστα, καημένο Μεσολόγγι.
|
||
Γυναίκα Β΄
|
:
|
Τ’ αδέρφια μας σκοτώνονται για τη λευτεριά μέσα σ’
εκείνο το δοξασμένο αλωνάκι … για τη λευτεριά τη δική τους και τη δική μας,
τη λευτεριά του κόσμου. Άμποτε, θεέ μου, τούτη η τρομερή θυσία ν’ ανοίξει το
δρόμο για να μας έρθει η λευτεριά. Ω, τη βλέπω την ωραία, λαμπρή θεά,
αναστημένη από τα κόκαλα των προγόνων μας, με σπαθί κοφτερό κι όψη γενναία,
να περιδιαβαίνει τον κόσμο.
|
||
Γυναίκα Γ΄
|
:
|
Έρμες αδελφούλες μου, δυστυχισμένες Μεσολογγίτισσες
… ερχόμαστε δω στ’ ακρογιάλι της Ζάκυνθος και καθόμαστε και κλαίμε
αγναντεύοντας τα άγια χώματά μας. Κλαίμε κοιτάζοντας πέρα κατά το καημένο
Μεσολόγγι. Γυρίζουμε οι δύστυχες όλη μέρα στα σοκάκια της Ζάκυνθος
ζητιανεύοντας, μα δε ζητιανεύουμε για μας, για να χορτάσουμε την πείνα μας …
ζητιανεύουμε για τους δικούς μας … να τους στείλουμε κει πέρα στο Μεσολόγγι
εφόδια, τρόφιμα και πανικά για τους λαβωμένους. και δεν είναι ντροπή η
ζητιανιά σαν είναι για ιερό σκοπό.
|
||
Γυναίκα Δ΄
|
:
|
Δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα από τη συλλογή. Μόνο τα
χαράματα γλάρωσα λίγο, για μια στιγμή, να, όσο να το πεις ένα «Πάτερ ημών».
Και μέσα σε τόση λίγη ώρα είδα όνειρο μεγάλο, τόσο μεγάλο, που είναι ν’
απορείς πως χωράνε τόσα πολλά μέσα σε τόσο λίγες στιγμές.
|
||
Γυναίκα Ε΄
|
:
|
Έτσι είναι όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.
Ακούς το κανόνι; Σκοτώνονται κει πέρα! Αχ, τι μαυρίλες μας φέρνει πάλι τούτη
η δόλια μέρα; Έλα, καλή μου, πες μας τ’ όνειρό σου.
|
||
|
:
|
Ανέβαινα, λέει, έναν όροφο απότομο, κοφτό. Ανέβαινα
κι ανέβαινα με τα γόνατα και με τα νύχια σαν σκύλα. Φτάνω στην κορφή και
μπροστά μου το παιδί του παπαγιώργη, το σκοτωμένο, ο Πάνος. Με παίρνει από το
χέρι και μπαίνουμε σ’ ένα ρημοκλήσι. «Εσύ ποιου είσαι;» με ρωτάει ο
πεθαμένος. «Με το Μεσολόγγι» του απαντάω, «και συ με ποιον είσαι;» τον ερωτάω
εγώ. «Εγώ, μ’ αποκρίνεται … εγώ είμαι με τους πεθαμένους!». Και βλέπω μπροστά
μου, οϊμέ η καψερή!, όλους τους νεκρούς του αγώνα: Τον άντρα μου, τον αδερφό
μου, τον Κωσταντή, τον καπετάν-Μάρκο, τον καπετάν-Φώτο κι άλλους πολλούς,
όλοι τους αγαπημένα πρόσωπα. Μ’ έπιασε μια ταραχή και βάλθηκα να χτυπάω την
πόρτα της εκκλησιάς δυνατά να μ’ ανοίξουν. Η πόρτα δεν άνοιγε κι άρχισα να
κλαίω σπαρακτικά. Κι εκεί ξύπνησα κλαίγοντας.
|
||
Γυναίκα Ε΄
|
:
|
Χριστέ μου! Έχουμε ν’ ακούσουμε σήμερα κι άλλες
συμφορές. Και συ, κακομοίρα μου, πάλι καλά. Αφού σκοτώθηκε ο άντρας σου και
τα παιδιά σου, πάει τους έχασες όλους
και ξεμπέρδεψες. Αχ, τι μας κάνεις εμάς που έχουμε ακόμα ζωντανούς και ζούμε
με τη λαχτάρα πως τώρα, όπου να ‘ναι, θ’ ακούσουμε το κακό και το χειρότερο!
Δυο παλικάρια μου, οι γιοι μου, πολεμάν τώρα που μιλούμε και δεν ξέρω αν θα
τους ξαναδώ ζωντανούς.
|
||
Γυναίκα ΣΤ΄
|
:
|
Κάντε κουράγιο, αδερφούλες μου, όλα μια μέρα θα
σιάξουν, θα ξαναδούμε λεύτερο το Μεσολόγγι, θα ξαναγυρίσουμε στο κονάκι μας
να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας. Μέσα από τις στάχτες θα ξαναγεννηθεί η ελπίδα, ο
θεός είναι μεγάλος και δε θα μας αφήσει να χαθούμε. Όσους κι αν σφάξουν οι
Τούρκοι κάποιοι θα μείνουν να γειάνουν τις λαβωματιές της πατρίδας μας, να
την κάνουν γερή και δυνατή.
|
||
Σολωμός
|
:
|
(Σηκώνεται και
έρχεται στο κέντρο της σκηνής)
Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς στο λέω θαυμάζω
τις γυναίκες μας και στ’ όνομά τους
μένω. Ήσυχες για τη γνώμη τους μα όχι για τη Μοίρα και μες στην
τρίσβαθη ψυχή ο πόνος τους πλημμύρα. Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη
δόξα, δόξα να ‘χ’ η μαύρη πέτρα σου και το ξερό χορτάρι.
|
|
|
Η
έξοδος. 10 Απριλίου 1826
1ο
παιδί: Ο ουρανός σμίγει με τους
αδικητάδες και στέλνει την άψα του. Οι γέροι κοιτάζουνε με περισσότερη σημασία
τον Καψάλη, που στέκεται κολόνα. Ο τρόμος είναι μακριά από τούτα τα φαντάσματα
Η πείνα όμως είναι μέσα στις κοιλιές τους, οχτρός ανηλέητος!
Ο
ένας ακουμπάει στον άλλο. Έτσι είναι ο λαός σα μάχεται. Πρέπει να βγούμε όξω,
κι όσοι γλυτώσουν. Τίποτ` άλλο δε χωράει. Μπήκανε τα σχέδια. Μια νύχτα από
τούτες.
2ο
παιδί: Και ήρθε η νύχτα η τρομερή! Ο ουρανός σκέπασε με το φριχτότερο
σκοτάδι του το ό,τι ήτανε να γενεί. Έτοιμοι! Μπρος-πίσω τα παλικάρια. Στη μέση
τα γυναικόπαιδα και οι γέροι. Όσο μπόραγαν! Οι λαβωμένοι ταμπουρώθηκαν στα
σπίτια. Έτοιμοι! Φιλιούνται και σταυροκοπιούνται. Έτοιμοι! Έτοιμοι!
3ο
παιδί: Μπαταριές από τους
πολιορκητάδες για υποδοχή. Το μαντάτο είχε πάει. Γιουρούσι στο γιουρούσι. Πίσω!
Ουρλιάζει μια φωνή! Κωλώνουν τα γυναικόπαιδα. Το ποτάμι που ερχόταν πίσω, σταματά
για λίγο. Η γέφυρα τρίζει.
Εμπρός, πίσω, εμπρός. Τα μάτια πετούνε φωτιές σαν τις κουμπούρες και τα
ντουφέκια. Οι πρώτοι Τουρκαλάδες καταπατούν την πόλη. Τα λαγούμια ανατινάζονται
το `να πίσω απ` τ` άλλο. Γέροι κι οχτροί πεθαίνουνε αντάμα.
4ο
παιδί: Εμπρός, οπίσω. Άλλοι
εμπρός, άλλοι πίσω, ανάμεσα σε δυο φωτιές. Η γέφυρα σπάει. Ουρλιαχτό σκίζει
στήθια κι αυτιά. Όσοι προχωρήσανε τραβούνε μπρος να κόψουνε στη μέση τον εχθρό
και να περάσουνε. Όσοι πισωγυρίσανε, μπαίνουν στην πόλη πάλι. Οι άντρες πουλάνε
ακριβά τη ζωή τους. Τα σπαθιά στομώνουν. Μακελειό κι αντάρα.
Νύχτα ορόσημο. Βωμός της λευτεριάς ολάκερο το Μεσολόγγι και τα γύρω.
Σωροί των εχθρών τα κορμιά μπροστά τους. Κι ο Καψάλης παρασέρνει αμέτρητους στο
θάνατο, μαζί του, βάζοντας φωτιά στα μπαρουτοβάρελα. Η λάμψη σηκώθηκε μεγάλη.
Στη Ζάκυνθο, λέει, την είδανε.
Όχι, την είδε ολάκερη η ανθρωπότητα και ταράχτηκε. Και το Μεσολόγγι
καταπατήθηκε. Δεν έπεσε όμως. Το πήρανε μαζί τους εκείνοι που γλύτωσαν και
πιάσανε τα κορφοβούνια. Έγινε αθάνατο, μαζί με το λαό του.
Αφηγητής-ρια 2
Τα ερείπια του Μεσολογιού, αντί να γονατίσουν τους αγωνιστές τους
έκαναν να ξαναβρούν νέα ορμή
Το έπος της πολιορκίας, η έξοδος συγκλόνισαν όσο κανένα περιστατικό του
αγώνα ως τότε τη διεθνή κοινή γνώμη Θα σταθεί το ξεκίνημα ενός δίχως
προηγούμενο φιλελληνικού ρεύματος στην Ευρώπη. Και κάτω από πίεση της κοινή
γνώμης, θ` αναγκαστούν κι αυτές ακόμη οι μεγάλες δυνάμεις ν` απαρνηθούν την
αδιάφορη στάση τους και να δεχτούν ν` αντιμετωπισθεί πάνω σε διεθνή επίπεδα η
λύση του ελληνικού ζητήματος.
Τραγούδι : Αρνιέμαι
Αφηγήτρια 1
Εδώ τελειώνει το χρονικό μας. Μακρύς στάθηκε ο δρόμος. Το σύνθημα
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ εκφράζει την ασυμβίβαστη αγωνιστική θέληση της γενιάς του
`21.
Το `21 είναι το δεύτερο μεγάλο ιστορικό γεγονός του 19ου
αιώνα, μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Πίσω από τους αγωνιστές του `21, η κόλαση
της σκλαβιάς. Μπροστά τους η πύρινη τάφρος. Δεν τους απόμενε άλλο, παρά να τη
διαβούν. Και τη διαβήκαν.
Εθνικός
Ύμνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου