ΜΙΑ
ΑΝΑΒΑΘΡΑ ΑΠΟ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Δεν ήταν
μόνο οι Ιταλοί που είχε να πολεμήσει ο Έλληνας στρατιώτης το 1940. Είχε
μπροστά του μια σκάλα από δυσκολίες, όπως και οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι του
Σολωμού.
Ήτανε τα
βουνά:
………………………………………………………………………………………………………………..
…Παντού
γύρω βουνά, κορφές, η μια πιο ψηλή από την άλλη, κι από κάτω παντού χαράδρες,
βαθιές, σκοτεινές, βουβές – σαν έτοιμες να σε καταπιούν…
Ήτανε το
κρύο:
………………………………………………………………………………………………………………..
…Το κρύο
ήταν φοβερό, αφάνταστο. Από το κρύο αυτές τις ώρες σου πονούσε κυριολεκτικά η
ψυχή και σου ‘ρχόταν σαν μωρό να μπήξεις τα κλάματα, έτσι, χωρίς να ξέρεις κι
εσύ τι ζητάς και τι θα βγάλεις μ’ αυτό…
Ήτανε η
λάσπη:
………………………………………………………………………………………………………………..
…Δεν είχα
δει, ούτε νομίζω πως θα δω ξανά τέτοια λάσπη στη ζωή μου. Πάταγες στην αρχή
ανύποπτος απάνω της και βυθιζόσουν, βυθιζόσουν, βούλιαζες ως τους
αστραγάλους, ως τη μέση του ποδιού σου, ως το γόνατο… Ο πιο κοντινός σου τότε
σε βοηθούσε. Κι η ίδια κατάσταση άρχιζε πάλι και πάλι σε κάθε δέκα βήματα…
Ήτανε οι
ατέλειωτες πορείες:
………………………………………………………………………………………………………………..
…Περπατούσα
σαν αυτόματο. Φαίνεται πως είχα πια ξεπεράσει εκείνο το ακρότατο όριο από
ενσυνείδητη κούραση, που ακολουθείται από μια παράξενη, απρόσμενη αναισθησία,
όπου, έτσι, κάπως χωρίζεις από το κορμί σου, που το βλέπεις απλώς να
περπατάει σαν μηχανή. Το μόνο βαθύτερο ένστικτο που σε κυριεύει είναι να μη
μείνεις πίσω, να μη μείνεις πάση θυσία μακριά απ’ τους άλλους, έρημος στην
ερημιά…
Ήταν η
πείνα:
………………………………………………………………………………………………………………..
…Το χωριό
είχε γεμίσει ψοφίμια. Όπου κι αν πήγαινες, έβλεπες κι ένα μουλάρι πεσμένο που
τα ‘χε τινάξει απ’ την πείνα ή ήταν ετοιμοθάνατο… Τη νύχτα, όσα στέκονταν
ακόμα στα πόδια τους, μαζεύονταν σαν να ‘θελαν να προστατευτούν, όλα μαζί,
στη μέση στο πλάτωμα και χλιμίντριζαν ζητώντας βοήθεια. Αυτή η κραυγή, μέσα
στην απέραντη ασπρίλα, κάτω απ’ τον κόκκινο σαν χάλκινο ουρανό, ήταν φοβερή:
νόμιζες πως φώναζε ο ίδιος ο Λιμός…
Ήταν η
γάγγραινα:
………………………………………………………………………………………………………………..
…Κάπου, σε
κάποια στροφή… άκουσα φωνές, αντιλήφθηκα ζωηρή κίνηση. Κουβαλούσαν βιαστικά
κρυοπαγημένους φαντάρους από άλλο σημείο, που είχε βομβαρδιστεί. Ξαπλωμένοι
πάνω στο χιόνι, με πόδια πρησμένα, κατάμαυρα, για τα οποία δεν
μπορούσαν να διατηρούν καμία ελπίδα, παρουσίαζαν ένα θέαμα απερίγραπτης
τραγικότητας. Μόλις μ’ αντίκρισαν, τα μάτια τους έλαμψαν. Δεν ήταν για να μου
ζητήσουν μια οποιαδήποτε βοήθεια. Λίγο ψωμί, μια μπουκιά ψωμί έφτανε να τους
αναφτερώσει, να τους ξανακάμει ανθρώπους. Είχαν πέντε μέρες χωρίς να βάλουν
τίποτα στο στόμα…
………………………………………………………………………………………………………………..
Και ήτανε
το πικρό βόλι του θανάτου.
Κάτω
απ’ τα πέντε κέδρα, χωρίς άλλα κεριά,
κείτεται
στην τσουρουφλισμένη χλαίνη…
μοιάζει
μπαχτσές που του ‘φυγαν άξαφνα τα πουλιά,
μοιάζει
τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά…
(Αποσπάσματα
από συγγραφείς που έζησαν από κοντά τον πόλεμο της Αλβανίας)
………………………………………………………………………………………………………………..
BINTEO
|